Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Albania and the chemical weapons of Syria

H Αλβανία και τα χημικά της Συρίας

Καθημερινή, 31/10/2013

Δρ. Ευάγγελος Βενέτης,
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ


Προ τριημέρου η αλβανική κυβέρνηση επιβεβαίωσε τις φήμες που κυκλοφορούσαν τον τελευταίο μήνα ότι η Αλβανία είναι ανάμεσα στις υποψήφιες χώρες για την καταστροφή των χημικών όπλων της Συρίας. Οι διαδηλώσεις ανθρωπιστικών και οικολογικών οργανώσεων στην Αλβανία αποτυπώνουν εύλογα την αντίδραση του αλβανικού λαού στο ενδεχόμενο μετατροπής της Αλβανίας σε σκουπιδότοπο χημικών οπλικών υπολειμμάτων. Και έχουν κάθε δίκαιο.
Η Ουάσινγκτον προέβη στο συγκεκριμένο αίτημα προς τα Τίρανα την στιγμή που άλλες δυτικές χώρες με εμπειρία στην καταστροφή χημικών όπλων, όπως οι ΗΠΑ, Ρωσία, Βρετανία, Γαλλία, Νορβηγία κα. έχουν απορρίψει το ενδεχόμενο να φιλοξενήσουν στα εδάφη τους την καταστροφή των χημικών όπλων της Συρίας. Η Αλβανία όντως έχει σχετική εμπειρία καθώς προς εξαετίας κατέστρεψε το δικό της κομμουνιστικό χημικό οπλοστάσιο. Ωστόσο αυτή η εμπειρία που αφορούσε σε αλβανικά όπλα αλλά και το γεγονός ότι η Αλβανία είναι ο αδύναμος οικονομικά κρίκος όλων των υποψήφιων χωρών δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι η Αλβανία πρέπει να ακολουθήσει την μοίρα άλλων χωρών των Βαλκανίων οι οποίες κατά το παρελθόν είχαν παρόμοια τύχη.
Το γεγονός ότι η Αλβανία είναι γειτονική χώρα της Ελλάδας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στην ελληνική κυβέρνηση για τον ενδεχόμενο περιβαλλοντολογικής υποβάθμισης της ευρύτερης περιοχής, ιδίως αν επιλέγει χώρος στην Ν. Αλβανία, μέρος της οποίας είναι η Β. Ήπειρος. Ο κίνδυνος μόλυνσης του περιβάλλοντος είναι ορατός, ανεξαρτήτως οποιωνδήποτε προληπτικών μέτρων ληφθούν από τα Τίρανα και την Δύση. Συνεπώς η Αθήνα πρέπει να λάβει θέση άμεσα επί του θέματος και να αναλάβει διπλωματική δράση για να αποτρέψει το ενδεχόμενο ταφής των χημικών όπλων της Συρίας στην Αλβανία. Κάτι τέτοιο είναι εφικτό με την δημιουργία κατά το δυνατόν ενός κοινού μετώπου των γειτονικών της Αλβανίας χωρών και συνεργαζόμενη με τα Τίρανα να τα πείσει να μην δεχθούν τα χημικά της Συρίας στην Αλβανία, ανεξαρτήτως των οικονομικών ανταλλαγμάτων της Δύσης προς την Αλβανία. Ποιες είναι οι εναλλακτικές;
Η Συρία διαθέτει τεράστιες ακατοίκητες εκτάσεις ερήμου, ιδιαίτερα στα νοτιοανατολικά εδάφη της, και επειδή πρόκειται για συριακά όπλα, θα έπρεπε να είναι το συριακό έδαφος η πρώτη επιλογή ταφής και καταστροφής τους. Ωστόσο το γεγονός ότι η Συρία δεν διαθέτει την ασφάλεια και σταθερότητα εκείνη για να προβεί στην εκεί καταστροφή τους αναγκάζει τις ΗΠΑ, την Ρωσία και την λοιπή Δύση να εξετάζουν άλλες επιλογές. Με δεδομένο ότι η πρόταση προήλθε από την Ρωσία εξ’ ανάγκης λόγω της πολιτικής πίεσης των ΗΠΑ για ενδεχόμενο πολεμικής εμπλοκής τους, θα πρέπει οι δύο αυτές χώρες (ΗΠΑ και Ρωσία) να βρουν εκτάσεις στην δική τους επικράτεια (κεντρικές πολιτείες ΗΠΑ, Σιβηρία κλπ.) για να καταστρέψουν τα χημικά όπλα της Συρίας, μοιράζοντας το ποσοστό των υπό καταστροφή χημικών όπλων. Αυτό τουλάχιστον υπαγορεύει η κοινή λογική, ο σεβασμός της στοιχειώδους και χειμαζόμενης πολιτικής ηθικής σε επίπεδο διακρατικής συνεργασίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όσο για την εφαρμογή αυτής της ηθικής στην περίπτωση της Αλβανίας, οψόμεθα...


Albania and the chemical weapons of Syria

Dr. Evangelos Venetis
Head of the ELIAMEP Middle East Research Project


Three days ago, the Albanian government confirmed the rumors that circulated last month that Albania is among the candidates for the destruction of chemical weapons in Syria. Demonstrations by humanitarian and ecological organizations in Albania reasonably reflect the reaction of the Albanian people as a potential transformation of Albania to dump chemical weapons residues. And they have every right to do so.
Washington asked Tirana to accept its request while other western countries, such as the U.S., Britain, France, Norway and so on, that are experienced in the destruction of chemical weapons have rejected the possibility to accommodate in their territories the destruction of Syrian chemical weapons. On its part Albania does have relevant experience, since six years ago they destroyed their own chemical arsenal dating back to the communist era. However the Albanians’s experience in regard to chemical weapons and the fact that Albania is the weakest amongst all candidate countries do not necessarily mean that Albania has to follow the fate of other Balkan countries.
The fact that Albania is a neighboring country of Greece must have alarmed the Greek government about the potential environmental dangers for the region, especially if south. Albania, part of which is the Northern Epirus, is chosen for the requested operation. The risk of environmental contamination is very likely, regardless of any preventive measures taken from Tirana and the West. Consequently Athens must make its position clear and on the matter immediately and take diplomatic action to prevent such a development from being implemented. This is possible by attempting to create a common front of Albania’s neighboring countries and working with Tirana to persuade them not to accept Syria’s chemical weapons in Albania, regardless of any western financial incentives to Albania. If so, what are the alternatives?

Syria has huge uninhabited deserts, especially in the southeast of the country, and given that it is about Syrian weapons, the Syrian territory should be the first choice of their burial and destruction. However, the fact that Syria cannot sustain the necessary security and stability for the destruction of its chemical arsenal has prompted the U.S., Russia as well as the rest of the West to consider other options. Given that the proposal came from Russia out of necessity due to the political pressure of the U.S. for a possible military engagement, these two countries (USA and Russia) should find areas in their own territory (Central US states, Siberia etc.) to destroy chemical weapons in Syria, dividing equally the percentage of the under destruction chemical weapons. At least that is that common sense, the respect for political ethics at a transnational level of cooperation and human rights dictate. As for the implementation of these ethics in the case of Albania, let’s wait and see…

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

The Sinai Peninsula and the (in)security of Egypt

Η Χερσόνησος του Σινά και η (αν)ασφάλεια της Αιγύπτου

Καθημερινή, 27/10/2013

Δρ. Ευάγγελος Βενέτης,
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ


Η πρόσφατη πολιτική αναταραχή που προκλήθηκε στην Αίγυπτο μετά το πραξικόπημα της 3ης Ιουλίου επανέφερε στο προσκήνιο την γεωπολιτική σημασία της Χερσονήσου του Σινά για την εσωτερική ασφάλεια της Αιγύπτου και όχι μόνο. Τα τελευταία έξι και πλέον χρόνια η Χερσόνησος του Σινά έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη όχι μόνο το Κάϊρο αλλά και το Τελ Αβίβ λόγω της διαρκούς ασύμμετρης απειλής του Σινά με στρατιωτικές επιθέσεις ανταρτών στο Ειλάτ του Ισραήλ στον Κόλπο της Άκαμπα και σημαντικές αιγυπτιακές πόλεις Αλ-Αρίς, Ράφα και Σέιχ Ζουβέιντ της χερσονήσου, ιδίως στα βόρεια αλλά και την Ερυθρά θάλασσα. Ιδιαίτερα μετά την εκδήλωση της Αραβικής Άνοιξης το 2011 το Σινά κατέστη δισεπίλυτο θέμα με τις φυλές Βεδουίνων σε συνεργασία με ακραίες σουνιτικές ομάδες να εξουδετερώνουν ομάδες της αιγυπτιακής χωροφυλακής και να καταλαμβάνουν τους κατά τόπους σταθμούς και τμήματα. Ποια είναι όμως τα αίτια για αυτή την «ατίθαση» συμπεριφορά των κατοίκων της χερσονήσου σε σχέση με την κεντρική εξουσία της Αιγύπτου και τι επίδραση θα έχουν βραχυπρόθεσμα για την ασφάλεια της Αιγύπτου και της ευρύτερης περιοχής;
            Η Χερσόνησος του Σινά είναι αραιοκατοικημένη, αριθμώντας μισό εκατομμύριο πληθυσμό σε μία έκταση 62.000 τ.χλμ., σχεδόν την μισή Ελλάδα! Παράλληλα η μορφολογία του εδάφους είναι ορεινή χαμηλού υψομέτρου με εκτάσεις ερήμου να καθιστούν τις μετακινήσεις δύσκολες και τον έλεγχο της περιοχής ακόμη πιο δύσκολο. Επομένως το Σινά προσφέρεται για αντάρτικη δραστηριότητα υπό προϋποθέσεις, με κύρια αυτή την υποστήριξη του γηγενούς φίλιου για τους αντάρτες πληθυσμού.
Η κοινωνιολογική διάσταση του προβλήματος εστιάζεται στο ότι το Κάϊρο εδώ και δεκαετίες έχει συστηματικά περιθωριοποιήσει των ρόλο των φυλών των Βεδουίνων από την αναπτυξιακή δραστηριότητα της Χερσονήσου του Σινά, και δη τον τουρισμό. Οι Βεδουίνοι σε αντίδραση για την κοινωνική και οικονομική τους περιθωριοποίηση τείνουν να υποστηρίζουν αντάρτικες ομάδες της περιοχής, και δη αυτές της Χαμάς αλλά και Ουαχαβιτικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στη Χερσόνησο. Οι φυλές των Σαουάρκα στα βόρεια και των Ταραμπίν στα νότια σε αντίδραση για την στάση του Καΐρου απέναντί τους υποστηρίζουν κάθε δραστηριότητα την οποία θεωρούν χρήσιμη για τα δικά τους συμφέροντα, είτε οικονομικά είτε πολιτικά. Σε αυτή την διαδικασία δέχονται την επιρροή και συνεργασία πολλών πλευρών λόγω της γεωπολιτικής σημασίας της Χερσονήσου..
            Μέχρι πρότινος οι Βεδουίνοι ήταν εκτεθειμένοι στην επιρροή της Χαμάς η οποία δραστηριοποιείτο στην περιοχή σε συνεργασία μαζί τους για την συντήρηση δικτύων μεταφοράς όπλων και εφοδίων από το Σουδάν προς την Λωρίδα της Γάζας. Σε αυτό το δίκτυο προστέθηκε σταδιακά η εμφάνιση των Ουαχαβιτών μαχητών οι οποίοι έχοντας στόχο τόσο το Ισραήλ όσο και τον έλεγχο της Γάζας από την Χαμάς φαίνεται ότι έχουν συστήσει ισχυρό δίκτυο στην περιοχή.
Στο Σινά ωστόσο είναι σημαντική η επιρροή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας της Αιγύπτου τόσο για την στήριξη της Χαμάς όσο και την εξυπηρέτηση σχεδίων της Αδελφότητας για την κατάκτηση της εξουσίας στην Αίγυπτο. Τα εν λόγω σχέδια απέκτησαν «σάρκα και οστά» μετά το 2011, οπότε και ο Μοχάμμαντ Μόρσι επέδειξε ανοχή προς τις φυλές Βεδουίνων, επενδύοντας στην στήριξη τους σε ενδεχόμενο εμφύλιο με τον στρατό.. Ιδιαίτερα μετά τον Πραξικόπημα της 3ης Ιουλίου 2013 το προαναφερθέν ενδεχόμενο έγινε πραγματικότητα.
Σήμερα το Σινά αποτελεί πεδίο πολιτικών και στρατιωτικών ζυμώσεων για την Μουσουλμανική Αδελφότητα. Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες κάνουν λόγο για κέντρα στρατιωτικής εκπαίδευσης ισλαμιστών μελών της Αδελφότητας όπως και Ουαχαβιτών σε παράλληλη βάση. Σχετικά πρόσφατα η χρηματοδότηση και ο εξοπλισμός της Αδελφότητας στο Σινά προέρχεται όχι μόνο από ιδιωτικά κεφάλαια ανά τον κόσμο αλλά και από την πλευρά της Τουρκίας, της οποίας η κυβέρνηση ανοικτά στηρίζει τον Μόρσι. Η τουρκική επιρροή στο Σινά είναι ακόμη μικρή αλλά το σημαντικό είναι ότι αρχίζει να μορφοποιείται. Σταδιακά το Σινά είναι πιθανό να αποτελέσει το θέατρο της σύγκρουσης μεταξύ της Τουρκίας και της Σ. Αραβίας αλλά και του Ισραήλ. Σε αυτό το πλαίσιο ανταγωνισμού ο ρόλος της Χαμάς είναι σημαντικός, καθώς το Σινά είναι συγκοινωνούν δοχείο με την Γάζα και τα κατεχόμενα εν γένει. Η Χαμάς διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα εσωτερικά της Αιγύπτου σε σχέση με την Αδελφότητα, η οποία εναποθέτει στο τραχύ έδαφος της Χερσονήσου, και όχι στην έρημο της Αφρικής και την υγρή λωρίδα του Νείλου, τις τελευταίες ελπίδες της για δυναμική επιστροφή στο πολιτικό προσκήνιο της Αιγύπτου μέσω ενός αντάρτικου στο οποίο προσβλέπει.




Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

The Looming Shiite and Sunni Conflict in Turkey

Διαφαινόμενη η σύγκρουση Σηιτών και Σουνιτών στην Τουρκία

Καθημερινή, 21/10/2013

Δρ. Ευάγγελος Βενέτης,
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ


            Σε προηγούμενο άρθρο της παρούσας στήλης με τίτλο «Οι Ουαχαβίτες στο κατώφλι της Τουρκίας» (01/08/2013) είχε τονισθεί η προοπτική διείσδυσης του Ουαχαβιτικού Ισλάμ από τις Ουαχαβιτικές ανταρτικές δυνάμεις στα βόρεια της Συρίας στο εσωτερικό της Τουρκίας με κύρια εστία την παραμεθόριο. Μία τέτοια εξέλιξη θα έθετε υπό αμφισβήτηση τον τύπο του μετριοπαθούς Ισλάμ που προωθεί η τουρκική κυβέρνηση τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας όσο και εκτός αυτής. Οι πρόσφατες δηλώσεις ανησυχίας των Αλεβιτών της Τουρκίας για την ισχυροποίηση του Ουαχαβιτικού Σουνιτικού Ισλάμ στη Συρία σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται.
            Οι Αλεβίτες της Τουρκίας, αν και διαφορετικής θρησκευτικής υφής από τους Αλεβίτες της Συρίας, χαρακτηρίζονται ως κοινά θρησκευτικά ρεύματα σηϊτισμού στην πολυσυλλεκτική μουσουλμανική κοινωνία της Τουρκίας. Είναι ιδιαίτερης σημασίας οι πρόσφατες δηλώσεις του Νεβζάτ Αλτούν, τοπικού ηγέτη των Αλεβιτών στην Κωνσταντινούπολη, ότι πιθανή επικράτηση των ριζοσπαστών Σουνιτών (δηλ. Ουαχαβιτών) στην Συρία ή μέρος αυτής θα σημάνει την μετάδοση της ακραίας σουνιτικής γραμμής περί επιβολής του Ιερού Νόμου (Σαρία) και στην Τουρκία. Η ανησυχία του Αλτούν αλλά και άλλων Αλεβιτών της Τουρκίας για την τύχη των Συρίων Αλεβιτών απηχεί την κοινή κοσμοαντίληψη τους και σηματοδοτεί το κρίσιμο σημείο στο οποίο έχουν φθάσει οι σχέσεις Σηιτών και Σουνιτών και στην Τουρκία, ως αντανάκλαση του πολέμου που μαίνεται μεταξύ τους στο Λεβάντε και την Μεσοποταμία.
            Και είναι ακριβώς οι παραμεθόριες επαρχίες Χατάι και Μαρντέν όπου αναμένεται να επεκταθεί το θέατρο της σηϊτο-σουνιτικής σύγκρουσης προς την Τουρκία. Η καιροσκοπική στήριξη μέρους του Ουαχαβιτικού δικτύου στη Β. Συρία από την Άγκυρα έχει ανησυχήσεις τους Αλεβίτες της Τουρκίας οι οποίοι ως τμήμα του σηιτικού Ισλάμ θεωρούνται από τους Ουαχαβίτες ως δογματικοί αντίπαλοι στο Ισλάμ. Δεδομένου ότι οι Αλεβίτες της Τουρκίας αντιστοιχούν σε μεγάλο τμήμα του τουρκικού πληθυσμού (τουλάχιστον 12 εκατομμύρια) είναι εύκολο να φαντασθεί πόσο εφικτή είναι η εκδήλωση εμφυλίων πολεμικών τάσεων στον πολυσυλλεκτικό κοινωνικό ιστό της Τουρκίας.
Συνεπώς για άλλη μία φορά η Άγκυρα καλείται να λάβει σοβαρά υπόψη την αναντιστοιχία μεταξύ του οφέλους που πιθανόν να έχει από την πρόσκαιρη υποστήριξη Ουαχαβιτικών ανταρτικών ομάδων στη Συρία και τις απώλειες που πιθανόν προκύψουν από την ενδεχόμενη σύρραξη μεταξύ των Αλεβιτών και των ακραίων Σουνιτών της Τουρκίας. Σε μία τέτοια περίπτωση θα τεθεί εν αμφιβόλω ο στόχος του πρωθυπουργού Έρντοαν για την αρμονική συνύπαρξη και ανάπτυξη των επιμέρους κοινωνικών ομάδων και τάσεων στην Τουρκία, δηλ. το ίδιο το αναπτυξιακό μέλλον της γείτονος.

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

The Strongholds of Secularism fall one by one in Turkey

Τα οχυρά της εκκοσμίκευσης πέφτουν ένα-ένα στην Τουρκία

Καθημερινή, 14/10/2013

Δρ. Ευάγγελος Βενέτης,
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ



Σε δέκα χρόνια κλείνει ένας αιώνας από την κατάργηση του μεταφυσικού και θεοκρατικού Οθωμανικού Σουλτανάτου. Πριν από πέντε χρόνια εάν ρωτούσες ειδικούς στην Ελλάδα και την Δύση για το ενδεχόμενο επιστροφής του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία σε ένα ριζοσπαστικό πλαίσιο, η απάντηση που έδιναν ήταν η γνωστή στερεότυπη αντίληψη περί «μετριοπαθούς Ισλάμ». Κανείς, πλην ελαχίστων, δεν φανταζόταν ότι θα υπήρχε μελλοντικά, τόσο βραχυπρόθεσμα, νόμος περί μερικής ποτοαπαγόρευσης, περί λογοκρισίας και απολύσεων από το τουρκικό κράτος για την τολμηρή αμφίεση τηλεοπτικών παρουσιαστριών αλλά και την νόμιμη επαναφορά του δικαιώματος επιλογής των μουσουλμάνων γυναικών να υιοθετούν τον ισλαμικό κώδικα ένδυσης στον δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των πανεπιστημίων. Προφανώς η Τουρκία σταθερά επιστρέφει από την εκκοσμίκευση στο ριζοσπαστικό Ισλάμ. Το ζητούμενο είναι μέχρι που θα φθάσει η επανισλαμοποίηση της χώρας.
Αναντίρρητα οι υποστηρικτές της θεωρίας του «μετριοπαθούς Ισλάμ» στην Τουρκία βρίσκονται σε στάδιο επαναξιολόγησης της κατάστασης μετά τον αιφνιδιασμό όχι μόνο των ιδίων αλλά κυρίως του εκκοσμικευμένου τμήματος της τουρκικής κοινωνίας. Άλλωστε χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η αυξανόμενη ισλαμοποίηση της χώρας καθίσταται ραγδαία με το πέρασμα του χρόνου. Όταν το καλοκαίρι ο Έρντοαν αντιμετώπισε τις διαδηλώσεις στο Πάρκο της Βόλτας (Γκεζί), λίγοι πίστευαν ότι λίγους μήνες μετά θα επανερχόταν και θα περνούσε με σχετική άνεση μεταρρυθμίσεις οι οποίες περιορίζουν, προσεκτικά και μετριοπαθώς επί του παρόντος, τις προτιμήσεις των εκκομισκευμένων Τούρκων προς τέρψη των συντηρητικών Μουσουλμάνων της χώρας.
Πολλοί λένε ότι η επιτάχυνση της υιοθέτησης των φιλοϊσλαμικών μέτρων οφείλεται στην επιθυμία του Έρντοαν να προωθήσει περισσότερα μέτρα πριν την λήξη της θητείας του. Ίσως κάτι τέτοιο να ισχύει. Αυτό όμως που πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι ότι η επανισλαμοποίηση της Τουρκίας δεν είναι θέμα απλώς μίας προσωποπαγούς πολιτικής αλλά βασίζεται σε συλλογική χάραξη και άσκηση πολιτικής των συντηρητικών Μουσουλμάνων πολιτικών και των ιερωμένων, γνωστών ως «διανοούμενων» και «σοφών», της γείτονος. Συνεπώς η επανισλαμοποίηση της Τουρκίας αναμένεται να συνεχιστεί και μετά την ολοκλήρωση της θητείας του νυν πρωθυπουργού, διότι η γειτονική χώρα βρίσκεται σε τροχιά επιστροφής στο συντηρητικό Ισλάμ και τίποτε δεν φαίνεται επί του παρόντος να την θέτει εκτός αυτής της τροχιάς. Και αυτή η τροχιά έχει στο επίκεντρό της την θεοκρατία με ή χωρίς γραβάτα.



Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Erdogan, Islam and Chalki

Ο Έρντοαν, το Ισλάμ και η Χάλκη

Καθημερινή, 6/10/2013

Δρ. Ευάγγελος Βενέτης,
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ


Μετά την πρόσφατη ανακοίνωση της δέσμης μέτρων εκδημοκρατισμού από την Άγκυρα για ζητήματα μειονοτήτων της χώρας υπήρξε ευφορία αλλά και απογοήτευση στις τάξεις των μειονοτήτων της Τουρκίας. Αφενός ήταν θετικά τα νέα κυρίως για τους Κούρδους και εν μέρει για τους Ασσυροχαλδαίους αλλά οι υπόλοιπες μονοθεϊστικές κοινότητες δεν ικανοποιήθηκαν από το εύρος των μεταρρυθμίσεων και κυρίως η Ελληνορθόδοξη κοινότητα η οποία δεν είδε να υλοποιείται το πάγιο αίτημά της επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Και αυτό διότι ο Έρντοαν ρητά δηλώνει ότι βλέπει την Χάλκη ως διαπραγματευτικό χαρτί για την αύξηση της ρητορικής και επιρροής του σε σχέση με τους Μουσουλμάνους της Ελλάδας, είτε τους Έλληνες Μουσουλμάνους της Θράκης είτε τους άρτι αφιχθέντες μη-Έλληνες Μουσουλμάνους στα ελληνικά αστικά κέντρα.
            Αναμφίβολα ο Τούρκος πρωθυπουργός Έρντοαν είναι εδώ και ενενήντα χρόνια ο πρώτος Τούρκος ηγέτης ο οποίος έμπρακτα προβαίνει σε μια συστηματική μεταρρυθμιστική πολιτική επανένταξης των μονοθεϊστικών κοινοτήτων στην κοινωνία της Τουρκίας. Τον Αύγουστο του 2011 διέταξε την επιστροφή των κατασχεθέντων ακινήτων και των θρησκευτικών κτηρίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης και έναν μήνα μετά ο Μητροπολίτης Προύσας Ελπιδοφόρος διορίστηκε καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγία Τριάδας Χάλκης. Πριν από εννέα μήνες το τουρκικό Συμβούλιο Θεμελιώσεων επέστρεψε 190 εκτάρια γης στο θεμέλιο της Μονής Αγίας Τριάδας, δηλ. το ίδρυμα-ιδιοκτήτη της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Οι εν λόγω κινήσεις είναι απόδειξη της πρόθεσης Έρντοαν να επιλύσει το ζήτημα. Το πρόβλημα είναι ότι θέτει θέμα αμοιβαιότητας επί θεμάτων που αφορούν στους Μουσουλμάνους της Ελλάδας.
            Αναφορικά με τους άρτι αφιχθέντες μη-Έλληνες Μουσουλμάνους ο Έρντοαν ως ευσεβής Μουσουλμάνος ηγέτης της γείτονος έχει δικαίωμα να εκφράζει το ενδιαφέρον του, όπως και οι ηγέτες άλλων μουσουλμανικών χωρών, μερικών εκ των οποίων μάλιστα οι εν λόγω προσωρινά διαμένοντες Μουσουλμάνοι είναι και υπήκοοι. Ωστόσο στο εν λόγω ενδιαφέρον δεν δύναται να προσδίδει χαρακτήρα πολιτικής διαπραγμάτευσης και συναλλαγής για τους άρτι αφιχθέντες μη-Έλληνες Μουσουλμάνους, επειδή το θέμα της Χάλκης άπτεται της Συνθήκης της Λωζάνης, και συνεπώς της αμοιβαιότητας με τους Έλληνες Μουσουλμάνους, των οποίων τα δικαιώματα τηρούνται από το ελληνικό κράτος βάσει της εν λόγω Συνθήκης.
Και αν ακόμη ο Έρντοαν θεωρεί ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, για να στηρίξει τα όποια επιχειρήματά του πρέπει ο ίδιος να μιλά από θέση ηθικού, και όχι μόνο πολιτικού, ερείσματος, και πρώτα να επανανοίξει την Θεολογική Σχολή της Χάλκης, το κλείσιμο της οποίας αποτελεί παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάνης.
            Προφανώς ο Έρντοαν γνωρίζει τον εν λόγω συλλογισμό και κυρίως μία παράμετρο που πολλοί στην Τουρκία και την Ελλάδα δεν λαμβάνουν υπόψη, δηλ. το γεγονός ότι η περιθωριοποίηση και παραβίαση των δικαιωμάτων των μη μουσουλμανικών μονοθεϊστικών κοινοτήτων στην Τουρκία έλαβε χώρα παράλληλα με την περιθωριοποίηση και παραβίαση των δικαιωμάτων των ίδιων των μουσουλμάνων Τούρκων από το εκκοσμικευμένο και φιλοδυτικό κεμαλικό καθεστώς της Τουρκίας. Επομένως ο πρωθυπουργός Έρντοαν γνωρίζει από πρώτο χέρι την θέση των Ελληνορθοδόξων της Τουρκίας, αφού και ο ίδιος έχει κατά το παρελθόν διωχθεί και περιθωριοποιηθεί κοινωνικά, λ.χ. έχει φυλακισθεί. Αυτή η κοινή πορεία των μουσουλμανικών και μη μουσουλμανικών μονοθεϊστικών κοινοτήτων της οικονομικά αναπτυσσόμενης Τουρκίας από το περιθώριο στο επίκεντρο της σφίζουσας κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας θα πρέπει να είναι η πυξίδα του Έρντοαν στο θέμα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και όχι τα οιαδήποτε πρόσκαιρα οφέλη της διεθνούς ισλαμικής ρητορικής του. Και ο Έρντοαν ως Μουσουλμάνος το γνωρίζει καλά. Γι’αυτό η Χάλκη θα πρέπει να ανοίξει άμεσα.



Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

The Procrustean Bed of Democracy in Bahrain

Η Προκρούστεια Κλίνη της Δημοκρατίας στο Μπαχρέιν

Καθημερινή 1/10/2013

Δρ. Ευάγγελος Βενέτης,
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ


Στον Περσικό Κόλπο η αραβική άνοιξη δεν πνέει τα λοίσθια. Αν και η πολιτική αποσταθεροποίηση του Μπαχρέιν δεν έχει προβληθεί σχεδόν καθόλου από τα δυτικά ΜΜΕ εδώ και τρία σχεδόν χρόνια, δεν σημαίνει ότι δεν υφίσταται. Το αίτημα για εκδημοκρατισμό της χώρας από την σηιτική πλειοψηφία προς την σουνιτική πολιτική ελίτ της χώρας παραμένει αμείωτο, εμπλέκοντας όχι μόνο την πολιτική και δικαστική εξουσία του κρατιδίου αλλά και την ανησυχία των γειτονικών σουνιτικών και σηιτικών κρατών. Πρόκειται για άλλο ένα πεδίο γεωπολιτικής σύγκρουσης Σηιτών και Σουνιτών στον ισλαμικό κόσμο.
Ίσως το Μπαχρέιν να είναι ένα κρατίδιο με μικρό πληθυσμό αλλά έχει για την Δύση μεγάλη γεωπολιτική σημασία με την σηιτική πλειοψηφία να κυβερνάται απολυταρχικά από την σουνιτική ελίτ της χώρας. Το εν λόγω πολιτικό και πληθυσμιακό σχήμα με διαφοροποιήσεις ανησυχεί και τις λοιπές αραβικές χώρες του Περσικού Κόλπου που διαθέτουν σηιτικό πληθυσμό είτε ως πλειονότητα είτε ως μειονότητα. Ιδιαίτερα ανησυχεί την Σαουδική Αραβία στα ανατολικά εδάφη και παράλια της οποίας πλεονεκτεί αριθμητικά το 12% των Σηιτών της χώρας. Και εκεί βρίσκονται τα σημαντικότερα ενεργειακά κοιτάσματα της Σ. Αραβίας. Με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύεται και το έκδηλο παρεμβατικό ενδιαφέρον του Ριάντ για τα τεκταινόμενα στο Μπαχρέιν μέσω του Συμβουλίου Συνεργασία του Κόλπου.
Η μη αποκλιμάκωση, και κυρίως εκτόνωση, της κρίσης στο Μπαχρέιν λόγω της ειρηνικής μεθόδου της πολιτικής ανυπακοής των Σηιτών έχει φέρει αποτελέσματα επικοινωνιακής φύσεως για τους Σηίτες των άλλων κρατών του Περσικού Κόλπου. Οι Σηίτες εκεί περιμένουν με έκδηλο ενδιαφέρον το αποτέλεσμα της κρίσης στο Μπαχρέιν ως σημείο αναφοράς για την δική τους κατάσταση. Με δεδομένο ότι η κρίση στο Μπαχρέιν δεν έχει τεθεί υπό έλεγχο από το κράτος, η εν λόγω κρίση αναμένεται να συνεχισθεί προκαλώντας περαιτέρω τριγμούς στην εξουσία των Σουνιτών της περιοχής.
Ίσως η Συρία και η Αίγυπτος, και όχι το Μπαχρέιν, να μονοπωλούν το επικοινωνιακό ενδιαφέρον της Δύσης αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το Μπαχρέιν δεν προκαλεί την ίδια ανασφάλεια στο δυτικό στρατόπεδο. Το αντίθετο, η σημασία που δίνουν το Λονδίνο και η Ουάσινγκτον στο Μπαχρέιν φαίνεται από την επιχειρησιακή δράση και συντονισμό τους στην περιοχή. Εάν η πολύχρονη κρίση στο Μπαχρέιν δεν διευθετηθεί με δίκαιο και ειρηνικό τρόπο σύντομα, τότε η Μανάμα αναμένεται να αποτελέσει το επόμενο χρονικά σημείο, και δημοσιογραφικής, αναφοράς για το μέλλον της σύγκρουσης Σουνιτών και Σηιτών στον Περσικό Κόλπο. Προς το παρόν η Δημοκρατία στο Μπαχρέιν κείται στην Προκρούστεια γεωπολιτική Κλίνη της Δύσης.




Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

The Pact of Baghdad: A forgotten Cold War embankment

Το Σύμφωνο της Βαγδάτης
Ένα ξεχασμένο ψυχροπολεμικό ανάχωμα

Καθημερινή, 28/09/2013

Δρ. Ευάγγελος Βενέτης
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής – ΕΛΙΑΜΕΠ
Συγγραφέας του Ο Ελληνισμός στο Σύγχρονο Ιράν (1837-2010), Αθήνα 2011. ISBN: 978-960-7498-85-1.



            Κατά το πρότυπο του ΝΑΤΟ και του Οργανισμού Συμφώνου της Νοτιοανατολικής Ασίας, η ίδρυση του Συμφώνου της Βαγδάτης (Οργανισμός του Κεντρικού Συμφώνου - ΣΕΝΤΟ) στις 24 Φεβρουαρίου 1955 αποτέλεσε την προέκταση της δυτικής επιρροής στα νοτιοδυτικά σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης με σκοπό τον περιορισμό της σοβιετικής επέκτασης στην Μέση Ανατολή, τον Περσικό Κόλπο και τον Ινδικό Ωκεανό. Το Σύμφωνο περιελάμβανε την Τουρκία, Ιράκ, Ιράν και το Πακιστάν με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ ως συνδεδεμένα μέλη. Επίσης ιδιαίτερος ήταν ο ρόλος της Κύπρου καθώς φιλοξενούσε τις βρετανικές βάσεις και τις συνέδεε επιχειρησιακά με την Μέση Ανατολή.
            Οργανωτικά το Σύμφωνο περιελάμβανε το Συμβούλιο Υπουργών, την Γραμματεία και την Οικονομική Επιτροπή με υποεπιτροπές υγείας, εμπορίου και επικοινωνιών. Το Συμβούλιο Υπουργών συνερχόταν ετησίως σε επίπεδο πρωθυπουργών ή υπουργών εξωτερικών διαδοχικά στην Τεχεράνη, Ισλαμαμπάντ, Άγκυρα, Λονδίνο και Ουάσινγκτον. Στην Άγκυρα διεξάγονταν συναντήσεις σε επίπεδο πρέσβεων. Η Γραμματεία αποτελείτο από 200 άτομα και ο Γενικός Γραμματέας του Συμφώνου οριζόταν από το Συμβούλιο Υπουργών για τρία χρόνια. Παράλληλα υπήρχε η Στρατιωτική Επιτροπή με σκοπό την διεξαγωγή κοινών στρατιωτικών ασκήσεων σε περιοδική βάση παρά την απουσία μονίμων κοινών στρατιωτικών δομών στα μέλη του Συμφώνου.
            Η χρηματοδότηση του Συμφώνου προερχόταν από τις εισφορές των κρατών μελών του με τις ΗΠΑ και του Ηνωμένο Βασίλειο να έχουν την μερίδα τους λέοντος σε επίπεδο εισφορών. Το 1959 οι ΗΠΑ ίδρυσαν το Απόθεμα Αναπτυξιακών Δανείων για την χρηματοδότηση διαφόρων έργων, όπως του σιδηροδρόμου Τουρκίας-Ιράν, της ειδικής τεχνολογίας τηλεφωνικής γραμμής Άγκυρας-Τεχεράνης-Καράτσι (1965), την επέκταση του λιμένα της Τραπεζούντας και τον οδικό άξονα Πακιστάν-Ιράν-Τουρκία.
            Ωστόσο ευθύς εξαρχής φάνηκαν οι εγγενείς αδυναμίες ενός εγχειρήματος όπως του Συμφώνου. Η διακυβερνητική στρατιωτική συμμαχία που αντιπροσώπευε το Σύμφωνο αποδείχτηκε βραχύβια και προβληματική στην εφαρμογή της καθώς μία σειρά γεγονότων την περιθωριοποίησαν επιχειρησιακά. Στις 14 Ιουλίου 1958 η πτώση του ιρακινού μονάρχη από το στρατιωτικό πραξικόπημα του Στρατηγού Αμπντούλ Καρίμ Κάσιμ είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση του Ιράκ από το Σύμφωνο και την επίσημη ουδετεροποίηση του σε σχέση με το ψυχροπολεμικό κλίμα αλλά με έντονη την ουσιαστική στροφή του προς την σφαίρα επιρροής της Μόσχας. Παρά το ότι η έδρα του Συμφώνου μεταφέρθηκε στην Άγκυρα η απώλεια του Ιράκ ήταν εμφανής και αποδυνάμωσε το Σύμφωνο.
Κατά την δεκαετία του 1960 η συνοχή του Συμφώνου δοκιμάστηκε από την αραβο-ισραηλινή διένεξη και τους πολέμους μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 προκάλεσε τριγμούς μεταξύ του Λονδίνου και της Ουάσινγκτον αφενός και της Άγκυρας αφετέρου. Αδυνατώντας να προσφέρει σταθερότητα και προοπτική επίλυσης των εν λόγω διενέξεων το Σύμφωνο άρχισε να χάνει την οποιαδήποτε αίγλη και δυναμική είχε αρχικά αποκτήσει. Το κυριότερο όμως είναι ότι το Σύμφωνο είχε αποτύχει στην κύρια αποστολή του, δηλ. τον ανάσχεση του σοβιετικού επεκτατισμού στην Μέση Ανατολή. Η Μόσχα είχε κατορθώσει να παρακάμψει την δράση του Συμφώνου και να αναπτύξει ζωτικές για αυτήν σχέσεις με την Συρία, Ιράκ, Αίγυπτο, Υεμένη, Σομαλία και την Λιβύη.
            Το τέλος στο εκ γενετής αδύναμο Σύμφωνο σηματοδότησε η Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν το 1979. Η πτώση του φιλοδυτικού Σάχη και η ανάληψη της εξουσίας από τον Αγιατολλά Χομεϊνί σήμανε τον επιχειρησιακό κατακερματισμό και τέλος του Συμφώνου. Εφεξής η Δύση θα αναζητούσε μία νέα ασπίδα-οργανισμό αυτή την φορά για να αντιμετωπίσει την Ισλαμική Αναγέννηση του Ιράν στον Ισλαμικό κόσμο και με αυτό επιφορτίσθηκε το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (1982).
            Η ανεπάρκεια του Συμφώνου έγκειται επίσης και στο γεγονός ότι σε αντίθεση με τον αμυντικό οραματισμό των δημιουργών του δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει μόνιμες στρατιωτικές δομές και σχέσεις μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων των μελών-κρατών του παρά μόνο σε υποτυπώδες επίπεδο στοιχειωδών και εφήμερων ανταλλαγών. Σταδιακά αποδείχθηκε ότι το Σύμφωνο εξυπηρετούσε καλύτερα τις οικονομικές και τεχνολογικές ανταλλαγές των μελών του καταργώντας στην πράξη την οιαδήποτε στρατιωτική του σημασία.
            Το Σύμφωνο της Βαγδάτης ουσιαστικά όχι μόνο δεν περιόρισε την σοβιετική επιρροή αλλά ανέδειξε τον στρατηγικό ρόλο της Τουρκίας η οποία αποτελώντας μέλος τόσο του ΝΑΤΟ όσο και του Συμφώνου της Βαγδάτης μονοπωλούσε την επιχειρησιακή  επιρροή σε ανατολικά και δύση. Το αδιαπέραστο τείχος που σήκωσε η προνομιακή θέση και μεταχείριση της Τουρκίας από τους δυτικούς συμμάχους της προκάλεσε ζημιά στα συμφέροντα τόσο της Ελλάδας όσο και του Ιράκ και Ιράν οι οποίοι επιζητούσαν εκατέρωθεν πιο στενούς δεσμούς. Αντίθετα η τουρκική επιρροή φρόντιζε να στεγανοποιεί τα κανάλια επαφών.
Ενδεικτικό του επιζήμιου χαρακτήρα του Συμφώνου για τα συμφέροντα της Ελλάδας είναι το γεγονός ότι κατά την δεκαετία του 1960 και 1970 οι σχέσεις της Ελλάδας με το Ιράκ, το Ιράν και το Πακιστάν παρέμεναν τυπικές και αδρανείς. Παρά τις όποιες επίμονες κατά καιρούς προσπάθειες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για διμερή προσέγγιση των εν λόγω χωρών, η Τουρκία πάντοτε παρενέβαινε σε κάθε επίπεδο επικαλούμενη τις δεσμεύσεις των χωρών του Συμφώνου της Βαγδάτης για να αποσοβηθεί η ελληνική προσέγγιση με αυτές. Ενδεικτικό του εν λόγω επιχειρήματος είναι το γεγονός ότι μετά την Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν και την κατάλυση του Συμφώνου το 1979 οι ήδη επί Σάχη θετικές σχέσεις της Ελλάδας με το Ιράν γνώρισαν άνευ προηγουμένου ενδυνάμωση για τα δεδομένα των μελών-χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με διπλωματικές πράξεις και υψηλόβαθμες επισκέψεις επισήμων με αποκορύφωμα την ανταλλαγή επισκέψεων του Έλληνα Προέδρου Κωστή Στεφανόπουλου και του Ιρανού ομολόγου του Μοχάμμαντ Χαταμί. Ιδιαίτερα ο οκταετής Α’ πόλεμος του Περσικού Κόλπου μεταξύ του Ιράν και του Ιράκ έδωσε την δυνατότητα στην Ελλάδα και σε ελληνικές εταιρίες να εμφανισθούν στα πράγματα τόσο σε επίπεδο εξοπλισμού των αντιμαχομένων όσο και καθαρά οικονομικών συναλλαγών. Γενικότερα οι διπλωματικές πράξεις της Ελλάδας με τις χώρες του Συμφώνου πολλαπλασιάσθηκαν σε μία δεκαετία.
Εν γένει ενώ το Σύμφωνο της Βαγδάτης απέβλεπε στην απόκρουση οιασδήποτε σοβιετικής επέκτασης, τα μέλη του Συμφώνου δύσκολα θα δρούσαν από κοινού χωρίς την στήριξη του Λονδίνου και της Ουάσινγκτον. Επίσης ο συνασπισμός των χωρών αυτών καθίστατο δυσχερής στην πράξη χωρίς την στήριξη του αραβικού κόσμου, ιδιαίτερα με την αποχώρηση του Ιράκ. Κάτι τέτοιο ποτέ δεν συνέβη και το Σύμφωνο τέθηκε γρήγορα στο περιθώριο του χρόνου.
Βιβλιογραφία


G. Hadley, CENTO—The Forgotten Alliance, Brighton, 1971.
K. Qureshi, “Pakistan and Iran. A Study in Neighborly Diplomacy,” Pakistan Horizon 21/1, 1968, pp. 33-39.