Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

A lost link between Greece and the East: Victor Sarianidis

Χάθηκε ένας κρίκος της Ελλάδας με την Ανατολή, ο Βίκτωρ Σαριγιαννίδης

Καθημερινή, 14/2/2014

Δρ. Ευάγγελος Βενέτης,
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ


Ήταν ο σημαντικότερος ανάμεσα σε ελάχιστους εν ζωή εκπροσώπους του Ελληνισμού στα πολιτιστικά τεκταινόμενα της Ασίας. Ένας Οικουμενικός Έλληνας του Πόντου που γεννήθηκε στην Κεντρική Ασία μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Γεννημένος στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν (1929-2013), ο Βίκτωρ Σαριγιαννίδης έζησε στο πολυσυλλεκτικό και παγκοσμιοποιημένο, για τα δεδομένα της εποχής, περιβάλλον της Σοβιετικής Ένωσης. Αναπόφευκτα η κοσμοαντίληψή του ήταν και αυτή οικουμενική, όπως ταιριάζει στο γνήσιο ελληνικό πνεύμα.
            Ο Πόντιος αρχαιολόγος με την παγκόσμια φήμη αφιέρωσε την ζωή του στην αρχαιολογία και αναζήτησε, στην πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τα ίχνη της ελληνιστικής πολιτιστικής κληρονομιάς του στην Ασία. Πέραν των 20 βιβλίων και 200 άρθρων του, ανακάλυψε τον ελληνιστικό θησαυρό (20.000 κοσμήματα) της Βακτριανής στο Τιλιά Τεπέ του Αφγανιστάν προλαβαίνοντας τις επί μακρόν προγενέστερες επίμονες προσπάθειες των Γάλλων αρχαιολόγων στην περιοχή. Η κύρια συνεισφορά του στην αρχαιολογία ήταν η ανακάλυψη του 4.500 ετών ανακτόρου της ερήμου Καρά Κουμ, το οποίο, κατά τον Σαριγιαννίδη, σήμανε την ανακάλυψη ενός μεγάλου άγνωστου ξεχωριστού πολιτισμού της Κεντρικής Ασίας και εφάμιλλου της Μεσοποταμίας, Κίνας, Ινδίας-Ιράν και Αιγύπτου.
            Ο Σαριγιαννίδης υπήρξε σπάνιο δείγμα Έλληνα επιστήμονα για δύο λόγους: αφενός η σκέψη του διέπετο από πολιτιστική ευρύτητα χωρίς να περιορίζεται από τα σύνορα και τις προκαταλήψεις ενός λαού εντός ενός έθνους κράτους. Αφετέρου κινήθηκε με τέτοιο πρωτοποριακό πνεύμα και τόλμη που ελάχιστοι Έλληνες έχουν πράξει τους τελευταίους αιώνες στην Ασία. Δείγμα Έλληνα με διαχρονικό ελληνικό πνεύμα και παιδεία, ο Σαριγιαννίδης υπενθύμισε με το έργο και την ζωή του ότι ο Ελληνισμός δεν περιορίζεται εντός των συνόρων της Ελλάδας, όπως εσφαλμένα έχουν νομίσει οι πλείστοι των εν Ελλάδι Ελλήνων εδώ και έναν αιώνα. Αντίθετα ο Ελληνισμός δρα και δημιουργεί παντού με σημείο αναφοράς την κοιτίδα του. Η ζωή του Σαριγιαννίδη αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για τις νεότερες γενιές Ελλήνων ιδιαίτερα τώρα που η κρίση αξιών στην Ελλάδα αποτελεί ευκαιρία για την επαναφορά της κοσμοαντίληψης του Νεοέλληνα στο οικουμενικό πλαίσιο δημιουργίας του Ελληνισμού ανά τους αιώνες. Τί περιμένουμε λοιπόν;






Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Ensuring the legal status of the Greek Orthodox and other communities in Turkey

Διασφαλίζοντας τη νομική υπόσταση των Ελληνορθοδόξων
και των άλλων κοινοτήτων της Τουρκίας

Καθημερινή, 19/1/2014

Δρ. Ευάγγελος Βενέτης,
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ


Σήμερα η Τουρκία βρίσκεται από κοινωνικοπολιτική άποψη σχετικά με τις μειονότητές της στο μεταβατικό στάδιο από ένα παρελθόν που προβλημάτισε σε ένα μέλλον πολλά υποσχόμενο. Η κυβέρνηση το Κόμματος της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης του Πρωθυπουργού Έρντοαν υπήρξε η πρώτη η οποία άγγιξε για πρώτη φορά ουσιαστικά το θέμα των δικαιωμάτων των μειονοτήτων της Τουρκίας. Μία σειρά, έστω και περιορισμένων, ενεργειών της τουρκικής κυβέρνησης σχετικά με την επιστροφή κοινοτικής περιουσίας στους Ελληνορθόδοξους της Τουρκίας, όπως και τις κοινότητες των Χριστιανών Αρμενίων, των Λατίνων Καθολικών, των Συροϊακωβιτών και των Ιουδαίων της χώρας, έχει δημιουργήσει θετικό κλίμα στις τάξεις των μειονοτήτων και την ελπίδα ότι το υπό διαμόρφωση νέο Σύνταγμα της Τουρκικής Δημοκρατίας θα διασφαλίσει στην πράξη, και όχι απλώς θεωρητικά, αναγνώριση της νομικής τους υπόστασης, συμπεριλαμβανομένου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Αρχιραββινίας, καθώς επίσης και την ισοπολιτεία και ισονομία των μονοθεϊστικών κοινοτήτων. Είναι, πράγματι, μία σημαντική στιγμή στη νεώτερη ιστορία της γείτονος.
Σε αυτό το πλαίσιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το δεύτερο συνέδριο που διοργανώνεται στις 30 Ιανουαρίου 2014 στην Κωνσταντινούπολη από το Γραφείο Εκπροσώπησης Μειονοτικών Ιδρυμάτων, του οποίου προΐσταται ο κ. Λάκης Βίγκας, εκπρόσωπος των 166 μειονοτικών ιδρυμάτων στο Πλαίσιο της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων της Τουρκικής Δημοκρατίας, σε συνεργασία με τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Μπιλγκί και την στήριξη της Επιτροπής Βενετίας. Το πρώτο συνέδριο είχα λάβει χώρα σε συνεργασία με το Κέντρο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 13 Μαΐου 2013 στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας. Το συνέδριο επικεντρώνεται στο ζήτημα της νομικής υπόστασης των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων στην Τουρκία, και δη τα δικαιώματα και προβλήματα που προκύπτουν κατά την εν λόγω διαδικασία. Στόχος της εκδήλωσης είναι να θέσει επίσημα το πλαίσιο συζήτησης για την αναγκαιότητα διευθέτησης της νομικής υπόστασης των εν λόγω ιστορικών κοινοτήτων προκειμένου να συνεχίσουν την ιστορική τους πορεία.
Στο συνέδριο θα λάβουν μέρος καθηγητές πανεπιστημίου καθώς και εκπρόσωποι της πολιτικής ηγεσίας τόσο από την Τουρκία όσο και από το εξωτερικό με στόχο να μοιραστούν την εμπειρία άλλων χωρών. Η παρουσία εκπροσώπου της Επιτροπής της Βενετίας αλλά και νομομαθών από τη Μέση Ανατολή αποσκοπεί στο να μοιρασθούν την εμπειρία εκείνων σχετικά με την αναγνώριση της νομικής υπόστασης ανάλογων κοινοτήτων στις χώρες τους.
Διασφαλίζοντας την πολυπολιτισμικότητα, κοινωνική αρμονία, δημιουργικότητα, οικονομική και ατομική ανάπτυξη βασισμένα στην πολιτιστική άμιλλα και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οι πολίτες της Τουρκίας είτε ως πλειονότητα είτε ως μειονότητες καλούνται να διασφαλίσουν την ακεραιότητα της ίδιας της κοινωνίας τους αλλά κυρίως την ειρήνη εντός αυτής σε μία εποχή κρίσιμη πολιτικά για τη Τουρκία. Σε αυτή την διαδικασία αναμένεται η πιο ενεργή στήριξη της τουρκικής κυβέρνησης εν γένει προς τις μειονότητες. Ιδιαίτερα για την Ρωμαίικη κοινότητα εξαιρετικής σημασίας παραμένει η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης κάτι που χρειάζεται να πάψει να είναι ζητούμενο.





Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

The questionable political credibility of corruption allegations against Erdogan

Αμφιβόλου πολιτικής αξιοπιστίας τα περί διαφθοράς του Έρντοαν

Καθημερινή, 12/1/2014

Δρ. Ευάγγελος Βενέτης,
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ

Στην πολιτική ιστορία της ανθρωπότητας και σε κάθε πολίτευμα, ιδιαίτερα στην δημοκρατία με τις συνεχόμενες εναλλαγές της τύχης των πολιτικών λόγω πολιτικού κόστους, η κατηγορία της διαφθοράς είναι η πλέον συνήθης σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ της αλήθειας και της συκοφαντίας. Ακόμη και στην περίπτωση που η κατηγορία αποδεικνύεται αληθής, κατόπιν της σχετικής δικαστικής διαδικασίας, τα ερωτηματικά παραμένουν αναφορικά με το κίνητρο ανάδειξης ενός συγκεκριμένου σκανδάλου σε μία δεδομένη χρονική στιγμή υπό δεδομένες πολιτικές συνθήκες με συγκεκριμένους κερδισμένους και χαμένους. Και αυτά διότι είναι γνωστό ότι όπου υπάρχει άνθρωπος υπάρχει εγωισμός και απληστία, άρα και κατάχρηση εξουσίας σε κάθε επίπεδο πολιτικής και οικονομικής διαχείρισης. Αυτό ίσχυε πάντοτε και εξακολουθεί να ισχύει ιδιαίτερα σήμερα υπό το άκρατο πνεύμα υλισμού τους τελευταίους δύο αιώνες.
Στην περίπτωση, λοιπόν, της πολιτικής κρίσης στην Τουρκία δεν είναι τόσο σημαντική η ανάδειξη της διατεινόμενης υπόθεσης διαφθοράς αλλά το γιατί επιδιώκεται η ανάδειξή της και από ποιους. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Ισλαμική Επανάσταση στην Τουρκία σε βάρους του κεμαλικού βαθέως κράτους έγινε αθόρυβα και αναίμακτα, δεν είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι η επανάσταση είναι αποτέλεσμα του παρακρατικού δικτύου Χιζμέτ του Γκιουλέν. «Οφθαλμός αντί οφθαλμού» δηλαδή για τους Ισλαμιστές οι οποίοι αντιμετώπισαν τους εκκοσμικευμένους πολιτικούς αντιπάλους με την ίδια μέθοδο, την σύσταση και λειτουργία παρακρατικών δικτύων.
Μετά την επικράτηση των ισλαμιστών στην πολιτική ζωή της χώρας, ο Έρντοαν και οι συν αυτώ άρχισαν να δημιουργούν το δικό τους ισλαμικό δίκτυο, αποστασιοποιούμενοι από τον Γκιουλέν για λόγους μεθοδολογίας και όχι στόχων της κοινής πολιτικής τους ιδεολογίας. Είναι προφανές ότι και ο Γκιουλέν και ο Έρντοαν διαθέτουν τα δικά τους δίκτυα σε κάθε τομέα του κράτους, της ασφάλειας και της δικαστικής εξουσίας. Επομένως είναι πολύ εύκολο για τον μεν ή τον δε να αναδείξουν τις αδυναμίες του αντιπάλου, ή και να επινοήσουν-μεγαλοποιήσουν κάποιες από αυτές, μέσω των δικαστικών που αποτελούν μέρος του ενός ή του άλλου δικτύου. Το ίδιο ισχύει και για τις δυνάμεις ασφαλείας.

Η άσκηση της δικαιοσύνης προϋποθέτει ανεξαρτησία και αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας. Κάτι τέτοιο στην Τουρκία δεν είναι εύκολο λόγω της λειτουργίας των παρακρατικών δικτύων. Συνεπώς οι κατηγορίες κάποιων δικαστών δεν έχουν την απαιτούμενη αξιοπιστία και αυτό είναι κάτι που ο Πρωθυπουργός Έρντοαν έχει τονίσει. Υπό αυτό πρίσμα, οι κατηγορίες διαφθοράς από το δίκτυο Χιζμέτ κατά του πρωθυπουργού της Τουρκίας αποκτούν νέα διάσταση και πρέπει να αναλυθούν βάσει του πολιτικού ανταγωνισμού στις τάξεις των Ισλαμιστών και όχι της οικονομικής ή ποινικής τους διάστασης.

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

The Jacobins of Turkey

Η περίοδος των Ιακωβίνων στην Τουρκία

Καθημερινή, 23/12/2013

Δρ. Ευάγγελος Βενέτης,
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ


Κάθε επανάσταση έχει και την περίοδο των Ιακωβίνων της και χαρακτηρίζεται από την μετεπαναστατική εμφυλιακή διαμάχη στις τάξεις των επαναστατών για την κατάκτηση της εξουσίας και την διαμόρφωση των στόχων και κυρίως του τρόπου εφαρμογής τους. Η Τουρκία δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Εκεί σήμερα, μετά από την μέχρι τώρα επιτυχημένη επανάσταση των Ισλαμιστών Τούρκων σε βάρος των εκκοσμικευμένων εθνικιστών συμπατριωτών τους, συγκρούονται τα πολιτικά δίκτυα του Φατχολλά Γκιουλέν και του Έρντοαν όχι για τον στόχο τους, ο οποίος είναι και κοινός, αλλά για τον τρόπο εφαρμογής και υλοποίησης του στόχου. Κατ’ αυτόν τρόπο ερμηνεύονται οι πρόσφατες και όχι μόνο εξελίξεις, ήδη από το περασμένο καλοκαίρι εμφανώς, στην Τουρκία.
            Κανείς δεν πρέπει να τρέφει αυταπάτες ότι Γκιουλέν και Έρντοαν έχουν κοινό στόχο την τελική επικράτηση του παραδοσιακού Ισλάμ στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Αυτό που τους διαφοροποιεί είναι η μέθοδός τους. Ενώ ο Γκιουλέν πρεσβεύει την μετριοπαθή μορφή του Ισλάμ μεσοπρόθεσμα, άλλα όχι και μακροπρόθεσμα, με ήπιο τρόπο και περίσσια υπομονή στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στην εξωτερική πολιτική της, ο Έρντοαν υποστηρίζει ότι από την στιγμή που επικράτησαν οι Ισλαμιστές επί των εθνικιστών δεν υπάρχει λόγος αναμονής αλλά θα πρέπει να προβούν άμεσα και με όλη την δύναμή τους στην προώθηση του παραδοσιακού Ισλάμ στο εσωτερικό και την υποστήριξη των αδερφών μουσουλμάνων στο εξωτερικό. Η σύγκρουση Γκιουλέν και Έρντοαν στην εξωτερική πολιτική της χώρας συνοψίζεται στο χειρισμό των κινήσεων του Έρντοαν σε σχέση με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Ο Γκιουλέν επανειλημμένα έχει αντιτεθεί στην επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με τις προαναφερθείσες χώρες καθώς είναι υπέρ της υπομονής και όχι των σπασμωδικών ενεργειών. Αντίθετα ο Έρντοαν επιθυμεί την ανοικτή ισλαμική ρητορική και όχι τις υπεκφυγές και προσποιήσεις των αντιπάλων του.
Παράλληλα ο Γκιουλέν ως επικεφαλής πνευματικός αρχηγός και ιθύνων νους της ισλαμικής επανάστασης της Τουρκίας θεωρεί τον Έρντοαν ως απλό πολιτικό παίκτη και μέρος του δικτύου του καθώς και υπόχρεο του για την στήριξη που του έχει προσφέρει μέχρι τώρα. Ο Έρντοαν αντίθετα αντιμετωπίζει με σεβασμό τον πνευματικό ηγέτη της επανάστασης αλλά θεωρεί ότι ο ίδιος ως πολιτικός ηγέτης έχει προσφέρει ισότιμα στην Επανάσταση και διεκδικεί την συνέχιση του ηγετικού ρόλου του στην Τουρκία. Πρόκειται για την σύγκρουση του πολιτικού με τον θρησκευτικό ηγέτη του ίδιου κινήματος.
Και οι δύο διεκδικούν αδυσώπητα το δίκαιο της άποψής τους. Και οι δύο όμως γνωρίζουν ότι αποτελούν τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Γνωρίζουν ότι η εν λόγω κρίση δεν θα κρατήσει πολύ, ειδάλλως θα τεθεί εν αμφιβόλω τόσο η ίδια η επανάστασή τους όσο και ασφάλεια της χώρας. Η πρόσφατη πολιτική αναταραχή στην γείτονα είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας του Γκιουλέν να «συνετίσει», έστω και για τελευταία φορά τον Έρντοαν. Από την πλευρά του ο Τούρκος πρωθυπουργός γνωρίζει ότι ο Γκιουλέν επιθυμεί να μειώσει την δημοτικότητά του εν όψει των επερχόμενων προεδρικών εκλογών με χτυπήματα κάτω από την ζώνη. Ωστόσο ο Έρντοαν είναι μαθημένος σε τέτοια χτυπήματα και ανταπαντά ανοικτά, με χτυπήματα πάνω από την ζώνη. Παρά τις κατάρες του Γκιουλέν ο γεμάτος αυτοπεποίθηση Έρντοαν γνωρίζει ότι ο ίδιος είναι στο τιμόνι της χώρας και έχει το δικό του πεδίο ισχύος. Και οι δύο γνωρίζουν ότι έχουν ο καθένας τον δικό του ρόλο στο μέλλον της Τουρκίας, διότι αντιπροσωπεύουν το παραδοσιακό ισλαμικό ηγετικό δίπολο του πολιτικού Σουλτάνου (Έρντοαν) και του θρησκευτικού Σεϊχουλισλάμη (Γκιουλέν). Απομένει αυτό το δίπολο να αποκρυσταλλωθεί…



The Jacobins of Turkey

Dr. Evangelos Venetis
Head of the ELIAMEP Middle East Research Project

Every revolution has its Jacobin period characterized by post-revolutionary civil strife for the control of power and the implementation of goals and particularly the means through which these goals are achieved. Turkey could not be an exception. Τoday, after the hitherto successful completion of the Islamic revolution against their Turkish nationalists and secularized compatriots, the political networks of Fethullah Gulen and Tayyip Erdogan clash on how to apply and implement their common objective. Through this prism one could interpret recent developments in Turkey.
There should be no illusions that Gulen and Erdogan share a common goal, i.e. the final victory of traditional Islam in the political and social life of the country. They differ in regard to their method. While Gulen believes in the moderate form of Islam in the mid-term in a gently and patiently operating model in domestic and foreign policy, Erdogan argues that once Islamists have prevailed on nationalists there is no reason for actual moderation, but there is a need to act quickly and full force in promoting traditional Islam at home and in support of coreligionists abroad. The conflict between Gulen and Erdogan for the country's foreign policy is summarized in the case of deterioration of Ankara’s relations with Israel and Egypt. Gulen has repeatedly opposed these developments in favor of patience and not spasmodic actions. Unlike Gulen, Erdogan is outspoken in his Islamic rhetoric, avoiding the feints and evasions of his rivals.
Additionally, Gulen as chief spiritual leader and mastermind of the Islamic revolution in Turkey considers Erdogan as a simple political player and part of his network and a person liable to him for the support Gulen has provided him thus far. Erdogan on his part views with respect the spiritual leader of the revolution, but considers himself as a political leader has offered equitable claims to the Revolution with his continued leadership in Turkey. Obviously it is the clash of political and religious leader of Islamic movement.

Both claim that their view is right. Yet both know that they are two sides of the same coin. They are aware of the fact that this crisis will not last long; otherwise both the revolution and the country's security will be jeopardized. The recent political unrest in Turkey is a result of Gulen’s effort to teach Erdogan a 'lesson.' On his part, the Turkish prime minister knows that by employing hits below the belt. Gulen wants to damage his popularity ahead of the upcoming presidential election hits. However Erdogan is learned in such knocks. Despite Gulen’s curses, Erdogan is full of confidence and knows that he is at the helm of the country and has its own scope. Both know they each have their own role in the future of Turkey, because they represent the leading dipole in Islamic tradition, i.e. the political Sultan (Erdogan) and the religious Sheikh ul-Islam (Gulen). It is up to both of them to realize this as soon as possible…

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Albania and the chemical weapons of Syria

H Αλβανία και τα χημικά της Συρίας

Καθημερινή, 31/10/2013

Δρ. Ευάγγελος Βενέτης,
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ


Προ τριημέρου η αλβανική κυβέρνηση επιβεβαίωσε τις φήμες που κυκλοφορούσαν τον τελευταίο μήνα ότι η Αλβανία είναι ανάμεσα στις υποψήφιες χώρες για την καταστροφή των χημικών όπλων της Συρίας. Οι διαδηλώσεις ανθρωπιστικών και οικολογικών οργανώσεων στην Αλβανία αποτυπώνουν εύλογα την αντίδραση του αλβανικού λαού στο ενδεχόμενο μετατροπής της Αλβανίας σε σκουπιδότοπο χημικών οπλικών υπολειμμάτων. Και έχουν κάθε δίκαιο.
Η Ουάσινγκτον προέβη στο συγκεκριμένο αίτημα προς τα Τίρανα την στιγμή που άλλες δυτικές χώρες με εμπειρία στην καταστροφή χημικών όπλων, όπως οι ΗΠΑ, Ρωσία, Βρετανία, Γαλλία, Νορβηγία κα. έχουν απορρίψει το ενδεχόμενο να φιλοξενήσουν στα εδάφη τους την καταστροφή των χημικών όπλων της Συρίας. Η Αλβανία όντως έχει σχετική εμπειρία καθώς προς εξαετίας κατέστρεψε το δικό της κομμουνιστικό χημικό οπλοστάσιο. Ωστόσο αυτή η εμπειρία που αφορούσε σε αλβανικά όπλα αλλά και το γεγονός ότι η Αλβανία είναι ο αδύναμος οικονομικά κρίκος όλων των υποψήφιων χωρών δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι η Αλβανία πρέπει να ακολουθήσει την μοίρα άλλων χωρών των Βαλκανίων οι οποίες κατά το παρελθόν είχαν παρόμοια τύχη.
Το γεγονός ότι η Αλβανία είναι γειτονική χώρα της Ελλάδας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στην ελληνική κυβέρνηση για τον ενδεχόμενο περιβαλλοντολογικής υποβάθμισης της ευρύτερης περιοχής, ιδίως αν επιλέγει χώρος στην Ν. Αλβανία, μέρος της οποίας είναι η Β. Ήπειρος. Ο κίνδυνος μόλυνσης του περιβάλλοντος είναι ορατός, ανεξαρτήτως οποιωνδήποτε προληπτικών μέτρων ληφθούν από τα Τίρανα και την Δύση. Συνεπώς η Αθήνα πρέπει να λάβει θέση άμεσα επί του θέματος και να αναλάβει διπλωματική δράση για να αποτρέψει το ενδεχόμενο ταφής των χημικών όπλων της Συρίας στην Αλβανία. Κάτι τέτοιο είναι εφικτό με την δημιουργία κατά το δυνατόν ενός κοινού μετώπου των γειτονικών της Αλβανίας χωρών και συνεργαζόμενη με τα Τίρανα να τα πείσει να μην δεχθούν τα χημικά της Συρίας στην Αλβανία, ανεξαρτήτως των οικονομικών ανταλλαγμάτων της Δύσης προς την Αλβανία. Ποιες είναι οι εναλλακτικές;
Η Συρία διαθέτει τεράστιες ακατοίκητες εκτάσεις ερήμου, ιδιαίτερα στα νοτιοανατολικά εδάφη της, και επειδή πρόκειται για συριακά όπλα, θα έπρεπε να είναι το συριακό έδαφος η πρώτη επιλογή ταφής και καταστροφής τους. Ωστόσο το γεγονός ότι η Συρία δεν διαθέτει την ασφάλεια και σταθερότητα εκείνη για να προβεί στην εκεί καταστροφή τους αναγκάζει τις ΗΠΑ, την Ρωσία και την λοιπή Δύση να εξετάζουν άλλες επιλογές. Με δεδομένο ότι η πρόταση προήλθε από την Ρωσία εξ’ ανάγκης λόγω της πολιτικής πίεσης των ΗΠΑ για ενδεχόμενο πολεμικής εμπλοκής τους, θα πρέπει οι δύο αυτές χώρες (ΗΠΑ και Ρωσία) να βρουν εκτάσεις στην δική τους επικράτεια (κεντρικές πολιτείες ΗΠΑ, Σιβηρία κλπ.) για να καταστρέψουν τα χημικά όπλα της Συρίας, μοιράζοντας το ποσοστό των υπό καταστροφή χημικών όπλων. Αυτό τουλάχιστον υπαγορεύει η κοινή λογική, ο σεβασμός της στοιχειώδους και χειμαζόμενης πολιτικής ηθικής σε επίπεδο διακρατικής συνεργασίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όσο για την εφαρμογή αυτής της ηθικής στην περίπτωση της Αλβανίας, οψόμεθα...


Albania and the chemical weapons of Syria

Dr. Evangelos Venetis
Head of the ELIAMEP Middle East Research Project


Three days ago, the Albanian government confirmed the rumors that circulated last month that Albania is among the candidates for the destruction of chemical weapons in Syria. Demonstrations by humanitarian and ecological organizations in Albania reasonably reflect the reaction of the Albanian people as a potential transformation of Albania to dump chemical weapons residues. And they have every right to do so.
Washington asked Tirana to accept its request while other western countries, such as the U.S., Britain, France, Norway and so on, that are experienced in the destruction of chemical weapons have rejected the possibility to accommodate in their territories the destruction of Syrian chemical weapons. On its part Albania does have relevant experience, since six years ago they destroyed their own chemical arsenal dating back to the communist era. However the Albanians’s experience in regard to chemical weapons and the fact that Albania is the weakest amongst all candidate countries do not necessarily mean that Albania has to follow the fate of other Balkan countries.
The fact that Albania is a neighboring country of Greece must have alarmed the Greek government about the potential environmental dangers for the region, especially if south. Albania, part of which is the Northern Epirus, is chosen for the requested operation. The risk of environmental contamination is very likely, regardless of any preventive measures taken from Tirana and the West. Consequently Athens must make its position clear and on the matter immediately and take diplomatic action to prevent such a development from being implemented. This is possible by attempting to create a common front of Albania’s neighboring countries and working with Tirana to persuade them not to accept Syria’s chemical weapons in Albania, regardless of any western financial incentives to Albania. If so, what are the alternatives?

Syria has huge uninhabited deserts, especially in the southeast of the country, and given that it is about Syrian weapons, the Syrian territory should be the first choice of their burial and destruction. However, the fact that Syria cannot sustain the necessary security and stability for the destruction of its chemical arsenal has prompted the U.S., Russia as well as the rest of the West to consider other options. Given that the proposal came from Russia out of necessity due to the political pressure of the U.S. for a possible military engagement, these two countries (USA and Russia) should find areas in their own territory (Central US states, Siberia etc.) to destroy chemical weapons in Syria, dividing equally the percentage of the under destruction chemical weapons. At least that is that common sense, the respect for political ethics at a transnational level of cooperation and human rights dictate. As for the implementation of these ethics in the case of Albania, let’s wait and see…

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

The Sinai Peninsula and the (in)security of Egypt

Η Χερσόνησος του Σινά και η (αν)ασφάλεια της Αιγύπτου

Καθημερινή, 27/10/2013

Δρ. Ευάγγελος Βενέτης,
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ


Η πρόσφατη πολιτική αναταραχή που προκλήθηκε στην Αίγυπτο μετά το πραξικόπημα της 3ης Ιουλίου επανέφερε στο προσκήνιο την γεωπολιτική σημασία της Χερσονήσου του Σινά για την εσωτερική ασφάλεια της Αιγύπτου και όχι μόνο. Τα τελευταία έξι και πλέον χρόνια η Χερσόνησος του Σινά έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη όχι μόνο το Κάϊρο αλλά και το Τελ Αβίβ λόγω της διαρκούς ασύμμετρης απειλής του Σινά με στρατιωτικές επιθέσεις ανταρτών στο Ειλάτ του Ισραήλ στον Κόλπο της Άκαμπα και σημαντικές αιγυπτιακές πόλεις Αλ-Αρίς, Ράφα και Σέιχ Ζουβέιντ της χερσονήσου, ιδίως στα βόρεια αλλά και την Ερυθρά θάλασσα. Ιδιαίτερα μετά την εκδήλωση της Αραβικής Άνοιξης το 2011 το Σινά κατέστη δισεπίλυτο θέμα με τις φυλές Βεδουίνων σε συνεργασία με ακραίες σουνιτικές ομάδες να εξουδετερώνουν ομάδες της αιγυπτιακής χωροφυλακής και να καταλαμβάνουν τους κατά τόπους σταθμούς και τμήματα. Ποια είναι όμως τα αίτια για αυτή την «ατίθαση» συμπεριφορά των κατοίκων της χερσονήσου σε σχέση με την κεντρική εξουσία της Αιγύπτου και τι επίδραση θα έχουν βραχυπρόθεσμα για την ασφάλεια της Αιγύπτου και της ευρύτερης περιοχής;
            Η Χερσόνησος του Σινά είναι αραιοκατοικημένη, αριθμώντας μισό εκατομμύριο πληθυσμό σε μία έκταση 62.000 τ.χλμ., σχεδόν την μισή Ελλάδα! Παράλληλα η μορφολογία του εδάφους είναι ορεινή χαμηλού υψομέτρου με εκτάσεις ερήμου να καθιστούν τις μετακινήσεις δύσκολες και τον έλεγχο της περιοχής ακόμη πιο δύσκολο. Επομένως το Σινά προσφέρεται για αντάρτικη δραστηριότητα υπό προϋποθέσεις, με κύρια αυτή την υποστήριξη του γηγενούς φίλιου για τους αντάρτες πληθυσμού.
Η κοινωνιολογική διάσταση του προβλήματος εστιάζεται στο ότι το Κάϊρο εδώ και δεκαετίες έχει συστηματικά περιθωριοποιήσει των ρόλο των φυλών των Βεδουίνων από την αναπτυξιακή δραστηριότητα της Χερσονήσου του Σινά, και δη τον τουρισμό. Οι Βεδουίνοι σε αντίδραση για την κοινωνική και οικονομική τους περιθωριοποίηση τείνουν να υποστηρίζουν αντάρτικες ομάδες της περιοχής, και δη αυτές της Χαμάς αλλά και Ουαχαβιτικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στη Χερσόνησο. Οι φυλές των Σαουάρκα στα βόρεια και των Ταραμπίν στα νότια σε αντίδραση για την στάση του Καΐρου απέναντί τους υποστηρίζουν κάθε δραστηριότητα την οποία θεωρούν χρήσιμη για τα δικά τους συμφέροντα, είτε οικονομικά είτε πολιτικά. Σε αυτή την διαδικασία δέχονται την επιρροή και συνεργασία πολλών πλευρών λόγω της γεωπολιτικής σημασίας της Χερσονήσου..
            Μέχρι πρότινος οι Βεδουίνοι ήταν εκτεθειμένοι στην επιρροή της Χαμάς η οποία δραστηριοποιείτο στην περιοχή σε συνεργασία μαζί τους για την συντήρηση δικτύων μεταφοράς όπλων και εφοδίων από το Σουδάν προς την Λωρίδα της Γάζας. Σε αυτό το δίκτυο προστέθηκε σταδιακά η εμφάνιση των Ουαχαβιτών μαχητών οι οποίοι έχοντας στόχο τόσο το Ισραήλ όσο και τον έλεγχο της Γάζας από την Χαμάς φαίνεται ότι έχουν συστήσει ισχυρό δίκτυο στην περιοχή.
Στο Σινά ωστόσο είναι σημαντική η επιρροή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας της Αιγύπτου τόσο για την στήριξη της Χαμάς όσο και την εξυπηρέτηση σχεδίων της Αδελφότητας για την κατάκτηση της εξουσίας στην Αίγυπτο. Τα εν λόγω σχέδια απέκτησαν «σάρκα και οστά» μετά το 2011, οπότε και ο Μοχάμμαντ Μόρσι επέδειξε ανοχή προς τις φυλές Βεδουίνων, επενδύοντας στην στήριξη τους σε ενδεχόμενο εμφύλιο με τον στρατό.. Ιδιαίτερα μετά τον Πραξικόπημα της 3ης Ιουλίου 2013 το προαναφερθέν ενδεχόμενο έγινε πραγματικότητα.
Σήμερα το Σινά αποτελεί πεδίο πολιτικών και στρατιωτικών ζυμώσεων για την Μουσουλμανική Αδελφότητα. Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες κάνουν λόγο για κέντρα στρατιωτικής εκπαίδευσης ισλαμιστών μελών της Αδελφότητας όπως και Ουαχαβιτών σε παράλληλη βάση. Σχετικά πρόσφατα η χρηματοδότηση και ο εξοπλισμός της Αδελφότητας στο Σινά προέρχεται όχι μόνο από ιδιωτικά κεφάλαια ανά τον κόσμο αλλά και από την πλευρά της Τουρκίας, της οποίας η κυβέρνηση ανοικτά στηρίζει τον Μόρσι. Η τουρκική επιρροή στο Σινά είναι ακόμη μικρή αλλά το σημαντικό είναι ότι αρχίζει να μορφοποιείται. Σταδιακά το Σινά είναι πιθανό να αποτελέσει το θέατρο της σύγκρουσης μεταξύ της Τουρκίας και της Σ. Αραβίας αλλά και του Ισραήλ. Σε αυτό το πλαίσιο ανταγωνισμού ο ρόλος της Χαμάς είναι σημαντικός, καθώς το Σινά είναι συγκοινωνούν δοχείο με την Γάζα και τα κατεχόμενα εν γένει. Η Χαμάς διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα εσωτερικά της Αιγύπτου σε σχέση με την Αδελφότητα, η οποία εναποθέτει στο τραχύ έδαφος της Χερσονήσου, και όχι στην έρημο της Αφρικής και την υγρή λωρίδα του Νείλου, τις τελευταίες ελπίδες της για δυναμική επιστροφή στο πολιτικό προσκήνιο της Αιγύπτου μέσω ενός αντάρτικου στο οποίο προσβλέπει.




Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

The Looming Shiite and Sunni Conflict in Turkey

Διαφαινόμενη η σύγκρουση Σηιτών και Σουνιτών στην Τουρκία

Καθημερινή, 21/10/2013

Δρ. Ευάγγελος Βενέτης,
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ


            Σε προηγούμενο άρθρο της παρούσας στήλης με τίτλο «Οι Ουαχαβίτες στο κατώφλι της Τουρκίας» (01/08/2013) είχε τονισθεί η προοπτική διείσδυσης του Ουαχαβιτικού Ισλάμ από τις Ουαχαβιτικές ανταρτικές δυνάμεις στα βόρεια της Συρίας στο εσωτερικό της Τουρκίας με κύρια εστία την παραμεθόριο. Μία τέτοια εξέλιξη θα έθετε υπό αμφισβήτηση τον τύπο του μετριοπαθούς Ισλάμ που προωθεί η τουρκική κυβέρνηση τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας όσο και εκτός αυτής. Οι πρόσφατες δηλώσεις ανησυχίας των Αλεβιτών της Τουρκίας για την ισχυροποίηση του Ουαχαβιτικού Σουνιτικού Ισλάμ στη Συρία σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται.
            Οι Αλεβίτες της Τουρκίας, αν και διαφορετικής θρησκευτικής υφής από τους Αλεβίτες της Συρίας, χαρακτηρίζονται ως κοινά θρησκευτικά ρεύματα σηϊτισμού στην πολυσυλλεκτική μουσουλμανική κοινωνία της Τουρκίας. Είναι ιδιαίτερης σημασίας οι πρόσφατες δηλώσεις του Νεβζάτ Αλτούν, τοπικού ηγέτη των Αλεβιτών στην Κωνσταντινούπολη, ότι πιθανή επικράτηση των ριζοσπαστών Σουνιτών (δηλ. Ουαχαβιτών) στην Συρία ή μέρος αυτής θα σημάνει την μετάδοση της ακραίας σουνιτικής γραμμής περί επιβολής του Ιερού Νόμου (Σαρία) και στην Τουρκία. Η ανησυχία του Αλτούν αλλά και άλλων Αλεβιτών της Τουρκίας για την τύχη των Συρίων Αλεβιτών απηχεί την κοινή κοσμοαντίληψη τους και σηματοδοτεί το κρίσιμο σημείο στο οποίο έχουν φθάσει οι σχέσεις Σηιτών και Σουνιτών και στην Τουρκία, ως αντανάκλαση του πολέμου που μαίνεται μεταξύ τους στο Λεβάντε και την Μεσοποταμία.
            Και είναι ακριβώς οι παραμεθόριες επαρχίες Χατάι και Μαρντέν όπου αναμένεται να επεκταθεί το θέατρο της σηϊτο-σουνιτικής σύγκρουσης προς την Τουρκία. Η καιροσκοπική στήριξη μέρους του Ουαχαβιτικού δικτύου στη Β. Συρία από την Άγκυρα έχει ανησυχήσεις τους Αλεβίτες της Τουρκίας οι οποίοι ως τμήμα του σηιτικού Ισλάμ θεωρούνται από τους Ουαχαβίτες ως δογματικοί αντίπαλοι στο Ισλάμ. Δεδομένου ότι οι Αλεβίτες της Τουρκίας αντιστοιχούν σε μεγάλο τμήμα του τουρκικού πληθυσμού (τουλάχιστον 12 εκατομμύρια) είναι εύκολο να φαντασθεί πόσο εφικτή είναι η εκδήλωση εμφυλίων πολεμικών τάσεων στον πολυσυλλεκτικό κοινωνικό ιστό της Τουρκίας.
Συνεπώς για άλλη μία φορά η Άγκυρα καλείται να λάβει σοβαρά υπόψη την αναντιστοιχία μεταξύ του οφέλους που πιθανόν να έχει από την πρόσκαιρη υποστήριξη Ουαχαβιτικών ανταρτικών ομάδων στη Συρία και τις απώλειες που πιθανόν προκύψουν από την ενδεχόμενη σύρραξη μεταξύ των Αλεβιτών και των ακραίων Σουνιτών της Τουρκίας. Σε μία τέτοια περίπτωση θα τεθεί εν αμφιβόλω ο στόχος του πρωθυπουργού Έρντοαν για την αρμονική συνύπαρξη και ανάπτυξη των επιμέρους κοινωνικών ομάδων και τάσεων στην Τουρκία, δηλ. το ίδιο το αναπτυξιακό μέλλον της γείτονος.