Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Islam and the cultural narcissism of the West

Islam and the cultural narcissism of the West

Dr. Evangelos Venetis
Head of the Middle East Research Project

 Kathimerini 18/01/2015

The recent double attack in Paris by the Sunni Islamist al-Qaeda group of Yemen was not a surprise given the attacks that took place in France in recent days and in other western countries in previous months. The attack in Paris demonstrated the ability of attackers to act with the altered methodology of autonomous micro-groups. Alongside the symbolic character of the attacks both in terms of place (against the source of secularism) and time (during the celebration of Muhammad's birthday), they mark the intensification of the conflict of Islam with the West and bring Europe before the dilemma of jeopardizing freedoms which were acquired decades ago. What went wrong?
The causes of the conflict are multi-faced and concentrated on three areas: first, the socio-economic crisis in Europe and the social marginalization of Muslim communities. Secondly, the cultural element, due to the persistent ignorance of Europe about the civilization of Islam and the worldview of the Muslim residents in Europe. Thirdly, and equally important is the issue of geopolitics in Europe and its decision to adopt active and aggressive policy in the Middle East. This decision led to the destabilization of Mesopotamia and the Levant, by supporting the fall of Saddam in Iraq and the Syrian opposition in the civil war against Assad. This attitude of the West favored one way or another the emergence of the Islamic Caliphate, the benchmark for most Sunni Islamists worldwide. However the main geopolitical dimension of the events of Paris is the Israel-Palestine unresolved conflict which is the pinnacle of political Islam in the region, inspiring Islamic holy war.
In terms of urban asymmetric warfare France and the rest of continental Europe are facing now a novel situation, much more threatening than the US and Britain faced a decade ago. The threat is more akin to what Russia experienced with Sunni Islamists in the north Caucasus. In this context, Europe has to take action and act in much the same way that Russia acted in the past, a way Europe had rejected and a situation that few Europeans analysts imagined could happen in Europe. The effectiveness of the Russian policy in the same asymmetric threat is expected to be a reference point for Europeans from now onward.
Addressing the above causes is the means of resolving the crisis. Particularly more threatening is the danger of a clash of civilizations. However the principal means to address the threat and prevent the clash of civilizations is the cultivation of knowledge about Islam from Europe and the familiarization of the European political elite and public opinion with Islam in order to strengthen confidence building with moderate Islam which expresses the majority of European Muslims. So far the leadership of European countries shows no readiness in this regard, e.g. the designations of the demonstration in Paris during which President Holland and other leaders did not visit the Grand Mosque). However Europe should change immediately its attitude toward Islam, because time is ticking out: without mutual cultural respect, the dialogue of cultures will disappear, and conflict will emerge...

***

Ο πολιτιστικός ναρκισσισμός της Δύσης και το Ισλάμ

Δρ. Ευάγγελος Βενέτης,
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ, evenetis77@yahoo.com

Η πρόσφατη διπλή ασύμμετρη επίθεση στο Παρίσι από τους Σουνίτες Ισλαμιστές της Αλ-Κάιντα της Υεμένης ήταν αναμενόμενη με δεδομένες τις επιθέσεις που είχαν λάβει χώρα στην Γαλλία τις προηγούμενες μέρες, αλλά και σε άλλες χώρες της Δύσης τους προηγούμενους μήνες. Η επίθεση στο Παρίσι κατέδειξε την ικανότητα των επιτιθέμενων να δράσουν με την αλλαγμένη μεθοδολογία των αυτόνομων μικρο-ομάδων. Παράλληλα ο συμβολικός της χαρακτήρας τόσο σε τόπο (εναντίον της πηγής της εκκοσμίκευσης) όσο και χρόνο (κατά τον εορτασμό των γενεθλίων του Μωάμεθ) σηματοδοτεί την όξυνση της σύγκρουσης του Ισλάμ με την Δύση και φέρνει την Ευρώπη προ του κινδύνου της διακύβευσης ελευθεριών και ιδεολογικών κεκτημένων δεκαετιών. Γιατί όμως οδηγηθήκαμε σε αυτή την δεινή κατάσταση;
Τα αίτια της σύγκρουσης είναι πολύπλευρα και συμπυκνώνονται σε τρεις τομείς: κατά πρώτον, τα κοινωνικοοικονομικά τα σχετικά με την οικονομική κρίση στην Ευρώπη και τον κοινωνικό παραγκωνισμό των μουσουλμανικών κοινοτήτων. Κατά δεύτερον, το πολιτιστικό στοιχείο, με την επίμονη άγνοια της Ευρώπης για τον πολιτισμό του Ισλάμ και την κοσμοαντίληψη των μουσουλμάνων κατοίκων της. Τρίτο και εξίσου σημαντικό είναι το στοιχείο της γεωπολιτικής με την Ευρώπη να υιοθετεί ενεργό και επιθετική πολιτική στην Μ. Ανατολή, οδηγώντας σε αποσταθεροποίηση την Μεσοποταμία και το Λεβάντε με την πτώση του Σαντάμ στο Ιράκ και την στήριξη της συριακής αντιπολίτευσης στον εμφύλιο εναντίον του Ασσάντ. Η εν λόγω στάση της Δύσης ευνόησε την εμφάνιση του Ισλαμικού Χαλιφάτου, του σημείου αναφοράς πλέον των Σουνιτών Ισλαμιστών ανά τον κόσμο. Η κυριότερη όμως γεωπολιτική διάσταση των γεγονότων των Παρίσι είναι το Παλαιστινιακό του οποίου η χρονίζουσα μη επίλυση αποτελεί και την κορωνίδα του πολιτικού Ισλάμ στην περιοχή, εμπνέοντας τον ισλαμικό ιερό πόλεμο.
Σε επίπεδο αστικού ασύμμετρου πολέμου η Γαλλία και η λοιπή ηπειρωτική Ευρώπη καλείται να αντιμετωπίσει μία καινοφανή κατάσταση, πολύ πιο απειλητική από αυτήν που αντιμετώπισαν οι ΗΠΑ και η Βρετανία πριν από μία δεκαετία και πλέον. Η απειλή μοιάζει περισσότερο με αυτόν που βίωσε και συνεχίζει να βιώνει η Ρωσία με τους Σουνίτες Ισλαμιστές του Καυκάσου. Σε αυτό το πλαίσιο η Ευρώπη καλείται να λάβει μέτρα και να δράσει σχεδόν με τον ίδιο τρόπο ή σκεπτικό που έδρασε και η Ρωσία στο παρελθόν, έναν τρόπο που η Ευρώπη απέρριπτε και μία κατάσταση που λίγοι Ευρωπαίοι αναλυτές φανταζόντουσαν για την γηραιά ήπειρο. Η αποτελεσματικότητα της ρωσικής στάσης στην ίδια ασύμμετρη απειλή αναμένεται να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τους Ευρωπαίους.
Παράλληλα η Δύση στο πλαίσιο της αναπροσαρμογής της γεωπολιτικής της στάσης στον ισλαμικό κόσμο χρειάζεται να επανατοποθετήσει σε νέα βάση τις προτεραιότητες και τις συμμαχίες της στην περιοχή. Μουσουλμανικές χώρες με τις οποίες ο δυτικός κόσμος συνεργάζεται στενά μέχρι το επίπεδο της συμμαχίας, υπάρχουν τουλάχιστον ενδείξεις ότι προωθούν το ακραίο πολιτικό Ισλάμ τόσο στην περιοχή όσο και ευρύτερα μέχρι την Ευρώπη και την Αμερική. Η πολιτική ηγεσία των χωρών αυτών δεν έχουν δράσει αποτελεσματικά για να αντιμετωπίσουν την χρηματοδότηση και ουσιαστική στήριξη των ομάδων του πολιτικού Ισλάμ και κάτι τέτοιο φέρνει σε αμηχανία την ίδια την Δύση η οποία δείχνει αναποφασιστικότητα στο τι να πράξει επ’ αυτού.
Από την πλευρά του ο ισλαμικός κόσμος χρειάζεται να αναπτύξει εκείνο το κλίμα συνεργασίας σε επίπεδο πολιτικό ούτως ώστε οι μετριοπαθείς δυνάμεις του Ισλάμ στην περιοχή να επικρατήσουν. Σε αυτό το πλαίσιο η πολιτική ηγεσία των σηιτικών και σουνιτικών χωρών καλούνται να δράσουν ενωτικά και να αποφύγουν την πόλωση. Η ενότητα του ισλαμικού κόσμου είναι βασική προϋπόθεση για την προώθηση της αντιπροσωπευτικής εικόνας του Ισλάμ στην Δύση. Προς την ίδια κατεύθυνση εντάσσεται και η πολύπλευρη προσπάθεια μουσουλμάνων ηγετών, όπως το πρόσφατο μήνυμα του Ανώτατου Πνευματικού Ηγέτη της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν Σεγιέντ Αλί Χαμενεΐ, με το οποίο καλεί τους νέους στην Δύση να μελετήσουν το Ισλάμ χωρίς παρωπίδες και δεσμεύσεις ένθεν κακείθεν.
Η αντιμετώπιση των προαναφερθέντων αιτίων αποτελεί και το μέσο επίλυσης της κρίσης. Ιδιαίτερα όμως προβάλλει απειλητικός πλέον ο κίνδυνος της σύγκρουσης των πολιτισμών. Το κυριότερο όμως μέσο για την αντιμετώπιση της απειλής και την αποτροπή της σύγκρουσης των πολιτισμών είναι η καλλιέργεια της γνώσης για το Ισλάμ από την Ευρώπη σε επίπεδο ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ και σχεδιασμού ούτως ώστε να ενισχυθεί η δόμηση εμπιστοσύνης με το μετριοπαθές Ισλάμ το οποίο εκφράζει και την πλειονότητα των μουσουλμάνων της Ευρώπης. Μέχρι τώρα η ηγεσία των ευρωπαϊκών χωρών δεν δείχνει έτοιμη, όπως έδειξαν και οι συμβολισμοί της πορείας των Παρισίων (ο Ολάν και οι λοιποί ηγέτες δεν επισκέφθηκαν το Μεγάλο Τζαμί). Ωστόσο θα πρέπει να αλλάξει στάση αμέσως, διότι ο χρόνος δεν είναι πολύς: χωρίς τον αμοιβαίο σεβασμό, ο διάλογος των πολιτισμών θα εκλείψει, και τότε δεν θα μείνει χώρος παρά μόνο για σύγκρουση…










The ignorance of the West about the culture of Islam

The ignorance of the West about the culture of Islam

Kathimerini, 09/02/2015

Dr. Evangelos Venetis,
Project Leader Middle East - ELIAMEP, evenetis77@yahoo.com

Following the previous article on the cultural narcissism of the West it is interesting to view the extent of ignorance of the Western world about Islam and to understand the effort that should be made on both sides to enable the West understand the true essence of Islam whilst having the Islamic countries promoting the representative image of Islam in the West without any cultural and other stereotypes that only cause misunderstanding and misconception with disastrous results for the coexistence of cultures.
The geography, which dictates the developments for everything in nature, contributes to the cultural ignorance of the Other. Both Islam and the West are possessed by ignorance about the culture of the Other. Both worlds consider other "exotic", i.e. strange, incomprehensible and mysterious to some extent. Comparatively speaking Islam knows more about the West than the West about Islam.
The knowledge of Muslims about the West is based primarily on the technological progress of the West. Already in the 19th century the modernization of the West was identified with progress in the mind of the pro-Western elites of the Muslim society in each region. Today the power of Western communication technology promotes, and at a point shapes, the image of an ideal society for the West and Europe in particular. One of the results of this non-real largely image of Europe in Muslim minds is the desire of a portion of Muslims to emigrate to the West. This partly explains the stream of illegal immigration that has overwhelmed the European area in the last decade.
Despite the aforementioned technological advances in communication, the West does not know Islam. Why? Technology has been regarded in the West as the benchmark for any comparison between cultures beyond any other features, such as culture, hospitality and a different approach to life and reality. The West builds up its narcissism based on its technological superiority, which in terms of culture is incomprehensible, because Islam, like other cultures, have contributed significantly to the formation of world culture for centuries. The demand of Muslims to the West to recognize the important cultural role of Islam in world cultural developments is constant, as stated in the recent message to the youth of northern Europe by Ayyatullah Ali Khamenei, the supreme spiritual leader of the Islamic Republic of Iran.

Given the nowadays multicultural global society of Europe and elsewhere in the West, it is possible to recognize the cultural reciprocity and coexistence in practice and not in words. Given the existence of Muslim communities in Europe and coexistence with the majority of Europeans, the leadership of Europe is called upon to investigate and accept the cultural and scientific contributions of Islam in the European and international culture, recognizing this award in the educational system and the mass media so as the current and future generations of Europeans to have a better view of reality for the worldview of their fellow European Muslims. Then only the cultural stereotypes will disappear, giving their place on mutual respect.


***

Η άγνοια της Δύσης για τον πολιτισμό του Ισλάμ


Δρ. Ευάγγελος Βενέτης,
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ, evenetis77@yahoo.com


Σε συνέχεια του προηγούμενου άρθρου για τον πολιτιστικό ναρκισσισμό της Δύσης έχει ενδιαφέρον το μέγεθος της άγνοιας της Δύσης για το Ισλάμ αλλά και η προσπάθεια που πρέπει να γίνει εκατέρωθεν για την κατανόηση στην Δύση και προώθηση από τις ισλαμικές χώρες της αντιπροσωπευτικής εικόνας του Ισλάμ χωρίς πολιτιστικά και άλλου είδους στερεότυπα τα οποία μόνο παρεξήγηση και παρερμηνεία προκαλούν με ολέθρια αποτελέσματα για την συνύπαρξη των πολιτισμών.
Η γεωγραφία, η οποία υπαγορεύει της εξελίξεις στην φύση, συμβάλλει και στην πολιτιστική άγνοια του Άλλου. Τόσο το Ισλάμ όσο και η Δύση διακατέχονται από άγνοια για τον πολιτισμό του Άλλου. Και οι δύο κόσμοι θεωρούν τον άλλον «εξωτικό», δηλ. παράξενο, ακατανόητο και μυστηριώδη ως έναν βαθμό. Συγκριτικά το Ισλάμ γνωρίζει περισσότερα για την Δύση από ό, τι η Δύση για το Ισλάμ.
Η γνώση των Μουσουλμάνων για την Δύση βασίζεται κατά κύριο λόγο στην τεχνολογική πρόοδο της Δύσης. Ήδη από τον 19ο αι. ο εκσυγχρονισμός της Δύσης ταυτίστηκε με την πρόοδο στο μυαλό της φιλοδυτικής ελίτ της μουσουλμανικής κοινωνίας σε κάθε περιοχή. Σήμερα η δύναμη της δυτικής τεχνολογίας της επικοινωνίας προωθεί, και ως ένα σημείο διαμορφώνει, την εικόνα ιδανικής κοινωνίας για την Δύση και την Ευρώπη συγκεκριμένα. Αποτέλεσμα αυτής της μη πραγματικής σε μεγάλο βαθμό εικόνας της Ευρώπης στο μυαλό των μουσουλμάνων είναι και η επιθυμία μιας μερίδας μουσουλμάνων να μεταναστεύσουν στην Δύση. Με αυτόν τον τρόπο εξηγείται εν μέρει και το κίνημα της λαθρομετανάστευσης που κατακλύζει τον ευρωπαϊκό χώρο την τελευταία δεκαετία.
Ωστόσο η Δύση δεν γνωρίζει το Ισλάμ παρά την προαναφερθείσα τεχνολογική πρόοδο και στην επικοινωνία. Για ποιόν λόγο; Επειδή η τεχνολογία έχει θεωρηθεί στην Δύση ως το σημείο αναφοράς και σύγκρισης των πολιτισμών πέρα από οποιαδήποτε άλλα χαρακτηριστικά, όπως τον πολιτισμό, την φιλοξενία και την διαφορετική προσέγγιση της ζωής και της πραγματικότητας. Στην τεχνολογική της ανωτερότητα η Δύση βασίζει τον κάθε λογής ναρκισσισμό της, ο οποίος σε επίπεδο πολιτιστικό είναι ακατανόητος, διότι το Ισλάμ, όπως και άλλοι πολιτισμοί, έχουν συμβάλει σημαντικά στην διαμόρφωση του παγκόσμιου πολιτισμού εδώ και αιώνες. Είναι πάγιο το αίτημα των Μουσουλμάνων προς την Δύση να αναγνωρίσει τον σημαντικό πολιτιστικό ρόλο του Ισλάμ στα παγκόσμια πολιτιστικά τεκταινόμενα, όπως δηλώνει και στο πρόσφατο μήνυμά του στους νέους της Βόρειας Ευρώπης ο Σεγιέντ Αλί Χαμενεΐ, ο ανώτατος πνευματικός ηγέτης της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.
Με δεδομένη την πολυπολιτισμική παγκοσμιοποιημένη κοινωνία του σήμερα στην Ευρώπη και αλλού στην Δύση, δεν είναι δυνατόν να μην αναγνωρίζεται η πολιτιστική αμοιβαιότητα και συνύπαρξη στην πράξη και όχι στα λόγια. Έχοντας υπόψη την ύπαρξη των μουσουλμανικών κοινοτήτων στην Ευρώπη και συνύπαρξή τους με την πλειονότητα των Ευρωπαίων, η ηγεσία της Ευρώπης καλείται να ερευνήσει και να αποδεχθεί την προσφορά του Ισλάμ στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πολιτισμό, αναγνωρίζοντας την εν λόγω προσφορά στο εκπαιδευτικό της σύστημα αλλά και στα ΜΜΕ ώστε οι νυν και νέες γενιές Ευρωπαίων να έχουν καλύτερη άποψη της πραγματικότητας για την κοσμοαντίληψη των Ευρωπαίων Μουσουλμάνων συμπολιτών τους. Τότε μόνο τα πολιτιστικά στερεότυπα θα υποχωρήσουν, δίνοντας την θέση τους στον αλληλοσεβασμό.


The policy of the West in Syria

The policy of the West in Syria

Dr. Evangelos Venetis
Head of the ELIAMEP Middle East Research Project

Kathimerini, 17/12/2014

After four years of civil war, Syria remains in a state of chaos and security deadlock. With hundreds of thousands of victims, millions of displaced refugees in neighboring countries and destroyed much of the country's infrastructure, the civil conflict now seems futile and hopeless in conjunction with the consolidated action of the Islamic Caliphate in the East and in Iraq.
President Assad remains strong in Damascus from where he is trying to restore unity in Syria by facing a fragmented opposition. The moderate secular rebels hold part of Aleppo in the north and try to consolidate its position facing both Assad and the Islamists of the Islamic Caliphate as well as the Nosra Front in the east. The equilibrium between the divided opposition and the power of Assad are the main factors of non-termination of the civil war to date. The fixed dividing force the combatants have an effect: the weakening of every side is visible running the risk of fragmentation of Syria and the prevalence of anti-Western Islamist political forces in such an eventuality. So what is the attitude of the West in this context?
It's probably the first time in modern history that the West does not have the financial ability and willingness to engage in a land war not only in Syria but also worldwide. Europe is absent while China has the role of a distanced active observer. Hence there are two world powers with influence in the region remaining: the US and Russia.
From the very beginning of the crisis, Washington has supported the Syrian opposition against the anti-Israel Assad wrongly anticipating the certain fall of Damascus. Military developments belied the American plans and untamed Sunni caliphate caught Washington by surprise. Today the US is invited to choose between the unstable and adventurous borders change in the region and the preservation of Syria with Assad in power.
Keeping Assad in power is always the consistent position and policy of Moscow, which tries to see its ally maintaining intact the role and power. Moscow considers cooperation with Assad as a prerequisite for the West to deal drastically and sufficiently the Caliphate in Raqqa. Russia believes that as in Iraq there is a government in Baghdad along with the Kurds acing as a stabilizing force against the Caliphate, the same should be in Syria by Assad as reliable geopolitical power for the West against the Caliphate aiming to put the latter between two fires in east and west .

To summarize it becomes apparent that Moscow and Washington are seeking stability in Syria; yet the Kremlin avoids bold moves such as the partial support of the Caliphate from the very beginning, which may jeopardize geopolitical security. The Russian foreign policy in Syria is more realistic and stable than the US one. In the midst of the Ukrainian crisis a US-Russian agreement on stabilizing Syria is a desideratum but does not seem achievable any time soon. Yet balancing their policy in the two crisis is something that can be considered in the current Russian-American negotiations.


***



Η στάση της Δύσης στην Συρία


Δρ. Ευάγγελος Βενέτης
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής – ΕΛΙΑΜΕΠ


Μετά από τέσσερα χρόνια εμφυλίου πολέμου η Συρία παραμένει σε κατάσταση χάους αλλά και αδιεξόδου. Με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα, εκατομμύρια εκτοπισμένους πρόσφυγες στις γειτονικές χώρες και κατεστραμμένο ένα μεγάλο μέρος των υποδομών της χώρας, η εμφύλια σύγκρουση φαντάζει σήμερα μάταιη και αδιέξοδη σε συνδυασμό με την παγιωμένη δράση του Ισλαμικού Χαλιφάτου στα ανατολικά της χώρας και στο Ιράκ.
Ο Πρόεδρος Άσσαντ παραμένει ισχυρός στην Δαμασκό απ’ όπου προσπαθεί να αποκαταστήσει την ενότητα της Συρίας με την αντιμετώπιση της αντιπολίτευσης η οποία μόνο ενωμένη δεν είναι. Οι μετριοπαθείς εκκοσμικευμένοι αντάρτες κρατούν μέρος του Χαλεπίου στα βόρεια και προσπαθούν να παγιώσουν την θέση τους αντιμετωπίζοντας τόσο τον Άσσαντ όσο και τους ισλαμιστές του Ισλαμικού Χαλιφάτου και του Μετώπου Νόσρα στα ανατολικά της χώρας. Η διαιρεμένη αντιπολίτευση και η ισχύς του Άσσαντ αποτελούν τους κύριους παράγοντες της μη λήξης του εμφυλίου μέχρι σήμερα. Η πάγια διαίρεση ισχύος των εμπολέμων έχει ένα αποτέλεσμα: την αποδυνάμωση όλων με ορατό τον κίνδυνο κατακερματισμού της Συρίας και την επικράτηση αντιδυτικών ισλαμιστικών πολιτικών δυνάμεων σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ποια λοιπόν η στάση της Δύσης;
Είναι ίσως η πρώτη φορά στη νεώτερη ιστορία που η Δύση δεν έχει την οικονομική δυνατότητα και την διάθεση να εμπλακεί σε χερσαίο πόλεμο όχι μόνο στην Συρία αλλά και παγκοσμίως. Η Ευρώπη είναι ανύπαρκτη ενώ η Κίνα έχει τον ρόλο του ενεργού αλλά εξ αποστάσεως παρατηρητή. Δύο είναι οι μοναδικές παγκόσμιες δυνάμεις που ασκούν επιρροή στην περιοχή: οι ΗΠΑ και η Ρωσία.
Η Ουάσινγκτον στηρίζοντας εξαρχής ανοικτά τη συριακή αντιπολίτευση έναντι του αντι-ισραηλινού Άσσαντ θεώρησε εσφαλμένα προδιαγεγραμμένη την πτώση της Δαμασκού. Οι στρατιωτικές εξελίξεις διέψευσαν τα αμερικανικά σχέδια και το ατίθασο σουνιτικό χαλιφάτο έφερε την Ουάσινγκτον προ εκπλήξεως και εκτός σχεδιασμού. Σήμερα οι ΗΠΑ καλούνται να διαλέξουν μεταξύ της ασταθούς και τυχοδιωκτικής επαναχάραξης συνόρων στην περιοχή ή της διατήρησης της Συρίας με τον Άσσαντ στη εξουσία.
Ακριβώς η διατήρηση του Άσσαντ στην εξουσία είναι εξαρχής η πάγια θέση και πολιτική της Μόσχας, η οποία βλέπει τον σύμμαχό της να διατηρεί ακέραιο τον ρόλο και ισχύ του. Η Μόσχα θεωρεί την συνεργασία με τον Άσσαντ ως απαραίτητη προϋπόθεση για την Δύση προκειμένου να αντιμετωπίσει δραστικά και επαρκώς το Χαλιφάτο στην Ράκκα. Η Ρωσία θεωρεί ότι όπως στο Ιράκ υπάρχει η κυβέρνηση της Βαγδάτης μαζί με τους Κούρδους ως δυνάμεις σταθερότητας έναντι του Χαλιφάτου, το ίδιο πρέπει να υπάρχει και στην Συρία με τον Άσσαντ ως αξιόπιστη γεωπολιτική δύναμη προκειμένου το Χαλιφάτο να βρεθεί μεταξύ δύο πυρών σε ανατολή και δύση.
Συνοψίζοντας καθίσταται εμφανές ότι η Μόσχα και η Ουάσινγκτον επιδιώκουν την σταθερότητα στην Συρία με το Κρεμλίνο να αποφεύγει τολμηρές κινήσεις, όπως την μερική στήριξη του Χαλιφάτου σε αρχικό στάδιο, που μπορεί να θέσουν την γεωπολιτική ασφάλεια εκτός ελέγχου. Η ρωσική εξωτερική πολιτική στην Συρία είναι πιο ρεαλιστική και σταθερή σε σχέση με την αμερικανική. Μεσούσης της ουκρανικής κρίσης η σύμπλευση των δύο δυνάμεων στην Συρία είναι ζητούμενο με δυσοίωνη προοπτική επί του παρόντος. Ωστόσο ο συμψηφισμός των δύο κρίσεων δεν γίνεται να απουσιάζει από τις βραχυπρόθεσμες ρωσο-αμερικανικές διαπραγματεύσεις.




Time is ticking out in Afghanistan

Time is ticking out in Afghanistan

Dr. Evangelos Venetis, 
The ELIAMEP Middle East Research Project


Thirteen years after the attack on the Twin Towers and NATO's involvement in the war in Afghanistan, things remain pretty much unchanged: political instability and insecurity  reign in the country with the Taliban remaining in the Afghan and Pakistani mountains and conducting asymmetric attacks in every part of Afghanistan, mainly in the southeast of the country. The operational capacity of the Taliban has not been diminished at all. The fact that the international media do not refer to Afghanistan currently does not mean that the problems are solved. On the contrary, insecurity gets stronger day by day. The recent political and military efforts of the West and pro-Western Afghan forces are primarily communicative and less substantial.
In the domestic political scene the situation remains hopeless. After the June elections and the ensuing discord between Ashraf Ghani of Pashto origin and Abdulla Abdulla of Tajik-Pashto origin on the outcome of elections, a moderate transient solution was reached at the end of September with Ghani becoming President and Abdulla Prime Minister. Given the differences in every level (political-economic and tribal) there remains to see how the two men can coexist in practice in the same intergovernmental shape. Things are very difficult for the political stability of this political scheme, because, even if the two leaders coexist, it does not mean the same for their supporters. The interests and powers behind the two leaders are different. Whether their followers will be obedient to their leaders is questionable.
The political agreement occurred within just hours combined with the military breakthrough in Afghanistan with the departure of two thirds of the NATO-led force in the country. It was announced on 30 September the Bilateral Security Agreement between Afghanistan and the NATO-led International Force Security. The agreement is the diplomatic framework for the withdrawal of 22,000 of the 24,452 NATO troops. The remaining 12,000 are 9.000 Americans (24,000 ago) and 3,000 from the rest of the international force.
Given the significant reduction in the military presence of the West in Afghanistan along with the constant state of insecurity, as evidenced by daily Taliban attacks in Kabul, it is not difficult to assume that the days ahead will be even more difficult for the country. The Taliban, following the example of the Caliphate with the departure of the Americans in Iraq, will seek to fill the power vacuum left by the West in Afghanistan. The 350,000 Afghan soldiers are well-trained but not entirely reliable for the divided government in Kabul. Everything depends on the degree of cooperation both between Ghani and Abdullah and between them and the army of their tribal society that is also caught in the Sunni-Shiite conflict. It's just a matter of time for the global media to turn their focus on Afghanistan in the weeks to come.


***

Αδιέξοδο στο Αφγανιστάν

Δρ. Ευάγγελος Βενέτης,
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ

Δεκατρία χρόνια μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους και την εμπλοκή του ΝΑΤΟ στον πόλεμο του Αφγανιστάν, τα πράγματα παραμένουν λίγο-πολύ αμετάβλητα: αστάθεια πολιτική και ασφαλείας με τους Ταλιμπάν να παραμένουν στα όρη της χώρας αλλά και του γειτονικού Πακιστάν και να διεξάγουν στοχευμένες ασύμμετρες επιθέσεις σε κάθε μέρος του Αφγανιστάν, κυρίως στα νοτιοανατολικά της χώρας. Η επιχειρησιακή δεινότητα των Ταλιμπάν δεν έχει καμφθεί διόλου. Το ότι τα διεθνή ΜΜΕ δεν αναφέρονται πλέον στο Αφγανιστάν δεν σημαίνει ότι τα προβλήματα λύθηκαν. Αντίθετα οξύνονται μέρα με την ημέρα και η χώρα παραμένει μετέωρη σε κάθε επίπεδο. Οι πρόσφατες πολιτικές και στρατιωτικές προσπάθειες της Δύσης και των φιλοδυτικών αφγανικών δυνάμεων έχουν κυρίως επικοινωνιακό χαρακτήρα και λιγότερο ουσίας.
Στην πολιτική σκηνή της χώρας η κατάσταση από απελπιστική έχει γίνει υποβόσκουσα ασταθής. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου και την διχόνοια μεταξύ του Ασράφ Γανί των Παστού και του διγενούς (Τατζίκ-Παστού) Αμπντολλά Αμπντολλά για το αποτέλεσμα των εκλογών, βρέθηκε η μέση εφήμερη λύση στα τέλη του Σεπτεμβρίου με τον Γανί να γίνεται πρόεδρος και ο Αμπντολλά πρωθυπουργός. Με δεδομένη την διαφορά τους σε κάθε επίπεδο (πολιτικό-φυλετικό και οικονομικό) απομένει να δούμε πως θα συνυπάρξουν στο ίδιο διακυβερνητικό σχήμα στην πράξη. Τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα για την πολιτική σταθερότητα αυτού του πολιτικού σχήματος, διότι, ακόμη και αν οι δύο ηγέτες συνυπάρξουν, δεν σημαίνει το ίδιο και για τους υποστηρικτές τους. Τα συμφέροντα και δυνάμεις που εκπροσωπούν οι δύο ηγέτες είναι διαφορετικές, όπως και οι προσωπικότητές τους. Το αν τα εν λόγω συμφέροντα θα αποδειχθούν πειθήνια στους αρχηγούς τους είναι αμφίβολο και δύσκολο.
Η πολιτική συμφωνία στο εσωτερικό της χώρας συνδυάσθηκε εντός λίγο ωρών με την σημαντική εξέλιξη στα στρατιωτικά πράγματα του Αφγανιστάν με την αποχώρηση των 2/3 της νατοϊκής δύναμης στην χώρα.. Ανακοινώθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου η Συμφωνία Διμερούς Ασφάλειας μεταξύ του Αφγανιστάν και της νατοϊκής Διεθνούς Δύναμης Ασφαλείας. Η συμφωνία αποτελεί το διπλωματικό πλαίσιο για την αποχώρηση  των 22.000 από τους 24.452 στρατιώτες του ΝΑΤΟ. Οι παραμένοντες 12.000 είναι 9.000 Αμερικανοί (από 24.000 πριν) και 3.000 από τις υπόλοιπες χώρες της διεθνούς δύναμης.
Λαμβάνοντας υπόψη την σημαντική μείωση της στρατιωτικής παρουσίας της Δύσης στο Αφγανιστάν σε συνδυασμό με την σταθερή κατάσταση ανασφάλειας που επικρατεί εκεί, όπως δείχνουν οι καθημερινές επιθέσεις των Ταλιμπάν σε κάθε σημείο της Καμπούλ, δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε ότι οι ημέρες που έρχονται θα είναι ακόμη πιο δύσκολες για την χώρα. Οι Ταλιμπάν, ακολουθώντας το παράδειγμα του Χαλιφάτου με την αποχώρηση των Αμερικανών στο Ιράκ, θα επιδιώξουν να καλύψουν το κενό ισχύος που αφήνει η Δύση. Οι 350.000 Αφγανοί εκπαιδευμένοι στρατιώτες είναι αξιόμαχοι αλλά δεν είναι αξιόπιστοι για την διαιρεμένη κυβέρνηση της Καμπούλ. Όλα θα κριθούν από τον βαθμό συνεργασίας μεταξύ του Γανί και του Αμπντάλλα αλλά και μεταξύ αυτών και του στρατού της φυλαρχικής χώρας με την σουνιτο-σηιτική σύγκρουση να οξύνεται στο Αφγανιστάν. Είναι θέμα ολίγου χρόνου το Αφγανιστάν να επανέλθει στην επικαιρότητα δίπλα στην Συρία και το Ιράκ.





The Revolution in Iraq - 1958, The Soviet Penetration in Mesopotamia

Η Επανάσταση στο Ιράκ το 1958
Η σοβιετική διείσδυση στην Μεσοποταμία

Καθημερινή, 18/10/2014

Δρ. Ευάγγελος Βενέτης
Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής – ΕΛΙΑΜΕΠ
Συγγραφέας του Ο Ελληνισμός στο Σύγχρονο Ιράν (1837-2010), Αθήνα 2011. ISBN: 978-960-7498-85-1.


Το προεπαναστατικό πολιτικό και οικονομικό κλίμα

Η 14η Ιουλίου δεν γιορτάζεται μόνο στο Παρίσι για την πτώση της Βαστίλης αλλά και στο Ιράκ για την σοσιαλιστική επανάσταση του 1958. Τότε εκδηλώθηκε το στρατιωτικό κίνημα το οποίο οδήγησε στην πτώση του Βασιλιά Φάιζαλ της δυναστείας των Χασεμιτών στο Ιράκ από τους συνταγματάρχες Κάσεμ και Άρεφ. Η δυναστεία είχε έλθει στο θρόνο με βρετανική υποστήριξη το 1921. Κατά την διάρκεια του πραξικοπήματος δολοφονήθηκαν ο βασιλιάς Φάιζαλ, ο Διάδοχος Αμπντ αλ-Ίλα και ο πρωθυπουργός Νουρί Σάιντ.
Κατά την διάρκεια του Β’ ΠΠ το Ιράκ τέθηκε υπό βρετανική κατοχή για να αντιμετωπισθεί η ναζιστική διείσδυση στην χώρα η οποία είχε εκδηλωθεί με το φιλοναζιστικό πραξικόπημα το 1941 και την πτώση της αγγλόφιλης κυβέρνησης του Ιράκ. Με την 25ετή αγγλο-ιρακινή συνθήκη του Πόρτσμουθ (15/1/1948) οι Άγγλοι αποχώρησαν από την χώρα ως δύναμη κατοχής αλλά συνέχισαν να είναι παρόντες σε αυτήν με το κοινό αμυντικό συμβούλιο το οποίο επέβλεπε το στρατιωτικό σχεδιασμό του Ιράκ, την προμήθειά του σε στρατιωτικό υλικό και εκπαίδευση, αλλά και της εξωτερικής του πολιτικής. Η συνθήκη όμως δεν θα κρατούσε ούτε για ένα χρόνο καθώς προκάλεσε την οργή των εθνικιστών του Ιράκ και ακυρώθηκε από τον αγγλόφιλο πρωθυπουργό Νούρι Σαΐντ ως αναγκαστική υποχώρηση προς τους επαναστατηθέντες εθνικιστικούς κύκλους της χώρας.
Οι ανωτέρω εξελίξεις προκάλεσαν εύλογα την αντίδραση των εθνικιστών της χώρας οι οποίοι έβλεπαν το γόητρο της να πληγώνεται. Στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο Ιράκ εμφανίσθηκαν σημαντικοί Παναραβιστές διανοούμενοι από την Παλαιστίνη και την Συρία (Σαμί Σαουκάτ και Φάντελ αλ-Τζάμαλ) οι οποίοι εκφράζοντας τόσο τον εκκοσμικευμένο πολιτικό κόσμο όσο και ως ένα βαθμό και τους Σηίτες Ισλαμιστές μουσουλμάνους επεδίωκαν την απάλειψη της βρετανικής επιρροής στην χώρα μέσα από την αφύπνιση και εγρήγορση των ίδιων των Ιρακινών και του εκπαιδευτικού τους συστήματος. Παράλληλα προωθούσαν την ιδέα της ένωσης των Αραβικών κρατών της εύφορης ημισελήνου.
Το 1955 το Ιράκ εντάχθηκε στο Σύμφωνο της Βαγδάτης (ΣΕΝΤΟ) με Ιράν, το Πακιστάν και την Τουρκία ως αντισοβιετικό ανάχωμα στην ψυχροπολεμική Μ. Ανατολή. Η εν λόγω εξέλιξη προκάλεσε την αιγυπτιακή αντίδραση και την επόμενη χρονιά η Κρίση του Σουέζ επιδείνωσε τις σχέσεις των δύο χωρών.

Μεταπολεμικά η κατάσταση της ιρακινής οικονομίας ήταν σε τραγική κατάσταση με συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και πτώση του βιοτικού επιπέδου των Ιρακινών. Η χώρα χρειαζόταν πολιτική ομόνοια για την υιοθέτηση συγκροτημένης οικονομικής πολιτικής και την βελτίωση των υποδομών της. Ωστόσο η σύγκρουση ανάμεσα στον πρωθυπουργό Νουρί Σαΐντ και τον Διάδοχο Αμπντ αλ-Ίλα επέτεινε την κατάσταση. Το 1950 με μεσολάβηση του αγγλόφιλου Σαΐντ, η βρετανικών συμφερόντων Εταιρία Πετρελαίου του Ιράκ αύξησε το ποσοστό του ιρακινού κράτους στα κέρδη της από την πώληση πετρελαίου. Ο Σαΐντ έθετε τα 2/3 των εσόδων αυτών για την κατασκευή υποδομών της χώρας. Ωστόσο η συνεργασία του με το Λονδίνο και η επιρροή της Βρετανίας στα πολιτικά πράγματα της χώρας προκάλεσε την αντίδραση των Ιρακινών.


Τα γεγονότα

Η επαναστατική ομάδα των «Ελεύθερων Αξιωματικών» οργανώθηκε κατά το πρότυπο των Ελεύθερων Αξιωματικών που κατέλυσαν τη μοναρχία στην Αίγυπτο το 1952. Οι Ελεύθεροι Αξιωματικοί του Ιράκ ήταν σουνίτες μεσοαστοί Άραβες εκπροσωπούσαν όλες τις πολιτικές ομάδες της χώρας υπό την ηγεσία του Ταξίαρχου Αμπντ ελ-Καρίμ Κάσεμ, ο οποίος ήταν ένθερμος παναραβιστής και της ίδιας γενιάς στρατιωτικών που μεθόδευσαν το πραξικόπημα στην Αίγυπτο. Ο παναραβισμός των πραξικοπηματιών είχε σφυρηλατηθεί στον ρου της πρόσφατης ιστορίας της περιοχής. Ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1948 τόνωσε το ενδιαφέρον και την ετοιμότητά τους με σκοπό να αντικαταστήσουν τα παρηκμασμένα καθεστώτα προκειμένου να αποκαταστήσουν την γεωπολιτική ακεραιότητα των Αράβων. Η ηγετική μορφή του Γκαμάλ Αμπντ ελ-Νάσερ ήταν κομβικής σημασίας σε αυτή την διαδικασία.
Οι Ελεύθεροι Αξιωματικοί δρούσαν παρασκηνιακά και η χάραξη της στρατηγικής του εξαρτάτο από τον Κάσεμ και τον Συνταγματάρχη Αμπντουλ Σαλάμ Άρεφ. Διασφάλισαν επισήμως την ιδεολογική στήριξη του Νάσερ χωρίς να διευκρινίζεται το μέγεθος της υλικής, και την βοήθεια της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας (Αιγύπτου-Συρίας) προ της εκδήλωσης του πραξικοπήματος ούτως ώστε να αποτρέψουν οιαδήποτε προσπάθεια αντεπανάστασης από τις χώρες μέλη του Συμφώνου της Βαγδάτης.
Η αφορμή για την εκδήλωση του πραξικοπήματος δεν ήταν δύσκολο να δοθεί. Με δεδομένη την προγραμματισμένη αποστολή και παρέλαση της 19ης και 20ης Ταξιαρχίας του Γ’ Σώματος Στρατού του Ιράκ στην Ιορδανία μέσω της Βαγδάτης, οι Κάσεμ και Άρεφ σχεδίασαν το πραξικόπημα λεπτομερώς. Ο Άρεφ με την συνεργασία του Συνταγματάρχη Αμπντ αλ-Λατίφ αλ-Ντάρρατζ, θα κινείτο προς την Βαγδάτη επικεφαλής της 20ης Ταξιαρχίας ενώ ο Κάσεμ θα δρούσε εφεδρικά ως επικεφαλής της 19ης Ταξιαρχίας στην Τζαλάουλα.
Κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της 14ης Ιουλίου ο Άρεφ κατέλαβε το Ραδιοφωνικό Σταθμό μετατρέποντάς τον σε επιχειρησιακή βάση του κινήματος. Από εκεί εξέδωσε το επαναστατικό ανακοινωθέν, βάσει του οποίου καθίστατο σαφέ το τέλος του προηγούμενο καθεστώτος και η απαρχή του νέου, της δημοκρατίας. Παράλληλα αποδοκίμαζε τον επεκτατισμό των ισχυρών χωρών και υποσχόταν την σύσταση τριμερούς ανεξάρτητου συμβουλίου που θα υποκαθιστούσε την προεδρία. Επιπλέον υποσχόταν τη διενέργεια προεδρικών εκλογών.
Κατόπιν ο Άρεφ απέστειλε δύο τμήματα του στρατιωτικού σώματος που διοικούσε. Το πρώτο τμήμα κατευθύνθηκε  στα ανάκτορα αλ-Ράχαμπ για να αντιμετωπίσει τον Βασιλιά Φάιζαλ Β’ και τον Διάδοχο Αμπντ αλ-Ίλα. Το δεύτερο τμήμα όδευσε στην οικεία του πρωθυπουργού Νούρι αλ-Σάιντ. Στα ανάκτορα ο Διάδοχος είχε διατάξει την Φρουρά να μην φέρει αντίσταση ενώ δεν είναι γνωστό με τι εντολές είχε σταλεί το τμήμα του Άρεφ εκεί.
Στις 8 το πρωί έλαβε χώρα η μαζική δολοφονία του Βασιλιά, του Διαδόχου, των πριγκιπισσών Χιγιάμ (συζύγου του διαδόχου), Ναφίσα (μη΄τερας του διαδόχου) και Αμπαντίγια (θείας του Βασιλιά) καθώς και άλλων μελών της ιρακινής βασιλικής οικογένειας. Με την δολοφονία τους αφανιζόταν το ιρακινό παρακλάδι της χασεμιτικής δυναστείας.
Το δεύτερο τμήμα ωστόσο δεν ολοκλήρωσε την αποστολή του, διότι ο πρωθυπουργός Σάιντ είχε ενημερωθεί για τα τεκταινόμενα και είχε εγκαίρως διαφύγει διασχίζοντας τον ποταμό Τίγρι. Μέχρι το μεσημέρι ο Κάσεμ είχε φθάσει στην Βαγδάτη και εγκατασταθεί στο υπουργείο άμυνας. Στόχος του ήταν ο εντοπισμός του πρωθυπουργού προκειμένου να μην τεθεί εν αμφιβόλω η επανάσταση. Σε αυτό το πλαίσιο ξεκίνησε ευρείας κλίμακα καταδίωξή του και επικηρύχθηκε για 10.000 ιρακινά δηνάρια. Δεν άργησε να βρεθεί όταν την επομένη εντοπίσθηκε στην γειτονιά αλ-Μπαταουίν της Βαγδάτης απ’ όπου προσπαθούσε να διαφύγει φορώντας ισλαμικό γυναικείο ένδυμα με ένα βοηθό του. Εκτελέστηκε μόλις συνελήφθη και ετάφη στο κοιμητήριο Μπαμπ αλ-Μοαζάμ την ίδια μέρα.
Τον θάνατο της βασιλικής δυναστείας και του πρωθυπουργού διαδέχθηκε η λεηλασία αι η βία από συμμορίες και το πλήθος των επαναστατών. Ακρωτηρίασαν την σορός του διαδόχου και αφού την έσυραν στους δρόμους της Βαγδάτης την κρέμασαν έξω από του υπουργείο άμυνας. Παράλληλα ανάμεσα στα θύματα ήταν Ιορδανοί και Αμερικανοί πολίτες που διέμεναν στο Ξενοδοχείο «Βαγδάτη». Η ανεξέλεγκτη βία τερματίσθηκε με την επιβολή στρατιωτικού νόμου.

Το νέο καθεστώς

Η επανάσταση του 1958 σήμανε το τέλος της μοναρχίας και τον εξοβελισμό κάθε αντικαθεστωτικού με αποτέλεσμα την φυγή εκατοντάδων χιλιάδων ιρακινών. Η εξουσία πέρασε στην δικαιοδοσία του Επαναστατικού Συμβουλίου υπό των ηγετών των τριών εθνικών και θρησκευτικών ομάδων της χώρας: του Σηίτη Μοχάμμαντ Μάχντι Κούμπα, του Κούρδου Χάλιντ Νακσαμπαντί και του Σουνίτη Νάτζιμπ αλ-Ρομπάι. Η τριανδρία αυτή θα διαδραμάτιζε τον ρόλο της προεδρίας της χώρας. Αναφορικά με την κυβέρνηση, ο Κάσεμ, ιδρύοντας το Κομουνιστικό Κόμμα του Ιράκ, ορίσθηκε πρωθυπουργός και υπουργός άμυνας ενώ ο Άρεφ αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, υπουργός εσωτερικών και αρχηγός του στρατού. Στο κυβερνητικό σχήμα συμμετείχαν το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα, το Μπάαθ, το κόμμα Εστεκλάλ και οι Μαρξιστές. Η νομοθετική εξουσία ανατέθηκε προσωρινά μαζί με την εκτελεστική εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο υπό την εποπτεία του Ανεξαρτήτου Συμβουλίου. Με το πέρας δεκατριών ημερών ανακοινώθηκε προσωρινό σύνταγμα το οποίο θα αντικαθίστατο από μόνιμο μετά την διενέργεια δημοψηφίσματος. Το Ιράκ ανακηρύχθηκε σε δημοκρατία με επίσημη θρησκεία το Ισλάμ.

Η γεωπολιτική σημασία

Οι γεωπολιτικές συνέπειες της Επανάστασης δεν άργησαν να φανούν. Έως τον Μάρτιο του 1959 το Ιράκ αποσύρθηκε από το Σύμφωνο της Βαγδάτης και συνασπίσθηκε με την ΕΣΣΔ και άλλες χώρες του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κόσμου. Το πραξικόπημα έπιασε εξαπίνης την Ουάσινγκτον η οποία το θεώρησε αποτέλεσμα της εθνικιστικής πολιτικής της Αιγύπτου και του Νάσερ στην περιοχή, πολιτική η οποία αντιστρατευόταν αυτή των ΗΠΑ. Ωστόσο πίσω από τον εθνικιστή και σοσιαλιστή Νάσερ οι ΗΠΑ θεωρούσαν ότι κρυβόταν η σοβιετική επιρροή η οποία προσπαθούσε να αυξηθεί στην Μ. Ανατολή αποκτώντας ερείσματα στην Αίγυπτο, την Συρία και το Ιράκ. Η σύγκρουση ΗΠΑ και ΕΣΣΔ στην Μ. Ανατολή ήταν προφανής και το διακύβευμα ήταν η αλυσιδωτή ή μη αντικατάσταση των αγγλόφιλων και κατόπιν αμερικανόφιλων καθεστώτων με φιλοσοβιετικά με έμφαση την χασεμιτική μοναρχία της Ιορδανίας. Στην ουσία και στην πράξη η Μόσχα επεδίωκε την άρση της αγγλο-αμερικανικής επιρροής και ελέγχου της Μ. Ανατολής, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τον Μεσοπόλεμο αλλά και την σύγκρουση των Συμμάχων και του Άξονα στην Συρία και το Ιράκ κατά ον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1941). Ένα ακόμη επισόδιο είχε προστεθεί στην αμερικανο-σοβιετική αντιπαράθεση στην Μ. Ανατολή.


Βιβλιογραφία

Eppel, Michael, Iraq from Monarchy to Tyranny: From the Hashemites to the Rise of Saddam (Tallahassee, FL: University Press of Florida, 2004).
Hunt, Courtney, The History of Iraq (Westport, CT: Greenwood Press 2005).
Romero, Juan, The Iraqi Revolution of 1958: A Revolutionary Quest for Unity and Security (Lanham, MD: University Press of America, 2011).
Tripp, Charles, A History of Iraq (3rd ed.) (New York, NY: Cambridge University Press, 2007).